ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. ΟΙ ΜΥΘΟΙ
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...
Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.
Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...
Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
Οδ. Ελύτη, Μαρία Νεφέλη, Καλημέρα θλίψη
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...
Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.
Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...
Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
Οδ. Ελύτη, Μαρία Νεφέλη, Καλημέρα θλίψη
καίω τα νιάτα μου
που είναι κιθάρα
που είναι κινάρα
που είναι κινύρα
λέω το άθροισμα
που είναι Μερόπη
που είναι μετόπη
που είναι με τόπι
κλαίω τις θύμησες
σαν το κοράκι
σαν το Κοράνι
σαν το κοράλλι
κι είμ’ ο Μινώταυρος
μες στο σεντούκι
μες στο σεντόνι
μες στο σεντέφι
Εγγονόπουλος Νίκος, «Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;». Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, 1939. Ποιήματα, Α΄. Ίκαρος, 1977. 77-78.
που είναι κιθάρα
που είναι κινάρα
που είναι κινύρα
λέω το άθροισμα
που είναι Μερόπη
που είναι μετόπη
που είναι με τόπι
κλαίω τις θύμησες
σαν το κοράκι
σαν το Κοράνι
σαν το κοράλλι
κι είμ’ ο Μινώταυρος
μες στο σεντούκι
μες στο σεντόνι
μες στο σεντέφι
Εγγονόπουλος Νίκος, «Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;». Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, 1939. Ποιήματα, Α΄. Ίκαρος, 1977. 77-78.
Γράφω σημαίνει συναρμολογώ τα όνειρα. Σημαίνει ζω
την ουτοπία να πλευρίσω το απρόσιτο.
Με παράλογο πάθος να χαρτογραφήσω την άβυσσο.
Σημαίνει εκτίω την ειρκτή μου.
Σημαίνει κατεβαίνω χωρίς απελπισία
στο δικό μου Μινώταυρο
που με ονειρεύεται.
Και πριν με καταπιεί
με εικονίζει
που τον εικονίζω.
Μανόλης Πρατικάκης, Ο μεγάλος ξενώνας
την ουτοπία να πλευρίσω το απρόσιτο.
Με παράλογο πάθος να χαρτογραφήσω την άβυσσο.
Σημαίνει εκτίω την ειρκτή μου.
Σημαίνει κατεβαίνω χωρίς απελπισία
στο δικό μου Μινώταυρο
που με ονειρεύεται.
Και πριν με καταπιεί
με εικονίζει
που τον εικονίζω.
Μανόλης Πρατικάκης, Ο μεγάλος ξενώνας
Μ΄ εναγκαλίζεται ο μινώταυρος
Μας είδανε μαζί πολλές φορές
Με κυνηγά
Τον κυνηγώ
Ποικίλλουν οι φήμες
…….
Μετακομίζει ο μινώταυρος
μαζί μου στην Αθήνα
Το χάσμα κλείνει,
στο άλλο χάσμα.
Ο Μινώταυρος μετακομίζει
Χάνδαξ
Χριστόφορος Λιοντάκης
Η ΑΛΛΗ ΓΗ
«ιδού ποιώ τα έσχατα ως τα πρώτα»
Θα δεις τις νύχτες ξαναγυρίζουν
τις ημέρες να ξαναγυρίζουν
θα ψαύσεις τις ξένες αναμνήσεις χαραγμένες στην πέτρα
ανεβαίνοντας τα σκαλιά κατεβαίνοντας τα σκαλιά
μέσα στα σκοτάδια που αναπολούν τις χαμένες ζωές
που σήμερα ζουν με χρώματα ξεφτισμένα με όγκους σπασμένους
ερείπια παιχνίδια της φαντασίας
Παριζιάνες και Πρίγκιπες και θεές των όφεων
αρμονίες θαμμένες.
….
Και θα δεις τις φωτιές τους σεισμούς την καταστροφή
Και θα μείνεις χιλιάδες χρόνια κάτω απ’ το χώμα
Και θα ζήσεις την αναμονή
Περιμένοντας τα χέρια που θα σε ξεθάψουν.
Με την ανάμνηση των Ίκαρων και των Δαιδάλων
και με τη γνώση της καταστροφής
…..
Μηνά Δημάκη, Ανθολόγιο στην ποίησή του
(επιμέλεια Αντώνης Σανουδάκης –Σανούδος)
«ιδού ποιώ τα έσχατα ως τα πρώτα»
Θα δεις τις νύχτες ξαναγυρίζουν
τις ημέρες να ξαναγυρίζουν
θα ψαύσεις τις ξένες αναμνήσεις χαραγμένες στην πέτρα
ανεβαίνοντας τα σκαλιά κατεβαίνοντας τα σκαλιά
μέσα στα σκοτάδια που αναπολούν τις χαμένες ζωές
που σήμερα ζουν με χρώματα ξεφτισμένα με όγκους σπασμένους
ερείπια παιχνίδια της φαντασίας
Παριζιάνες και Πρίγκιπες και θεές των όφεων
αρμονίες θαμμένες.
….
Και θα δεις τις φωτιές τους σεισμούς την καταστροφή
Και θα μείνεις χιλιάδες χρόνια κάτω απ’ το χώμα
Και θα ζήσεις την αναμονή
Περιμένοντας τα χέρια που θα σε ξεθάψουν.
Με την ανάμνηση των Ίκαρων και των Δαιδάλων
και με τη γνώση της καταστροφής
…..
Μηνά Δημάκη, Ανθολόγιο στην ποίησή του
(επιμέλεια Αντώνης Σανουδάκης –Σανούδος)
Λαβύρινθος το Σύμπαν!
Βραχύς ο μίτος της επιστήμης.
Μύθος κι η Αριάδνη.
Ελένη Μωυσιάδου - Δοξαστάκη, Eπιστημονικός μύθος
Βραχύς ο μίτος της επιστήμης.
Μύθος κι η Αριάδνη.
Ελένη Μωυσιάδου - Δοξαστάκη, Eπιστημονικός μύθος
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ
Απ’ όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο
ο λαβύρινθος εγκαταλείφτηκε, απολύθηκαν οι φύλακες
με τον καιρό γκρεμίστηκε η οροφή του
βγήκαν στο φως οι τρομεροί διάδρομοι
οι αίθουσες για τα βασανιστήρια, την ανθρωποφαγία
οι στοές με τις κρυμμένες εφευρέσεις
τους καταχωνιασμένους θησαυρούς
πέσανε οι τοίχοι, μείναν μόνο τα χνάρια
από περίπλοκα χαράγματα πάνω στη γη.
Όμως προσομοιώσεις λαβυρίνθων, σκοτεινές κατασκευές
δεν έπαψαν να χτίζονται με νέα υλικά
με καινούργια τέρατα, θύματα, ήρωες, ηγεμόνες,
φτιάχνονται προπαντός λαβύρινθοι με λέξεις
κάθε χρονιά μπαίνουν μέσα τους νέες φουρνιές
αγόρια και κορίτσια, με φόβο μαζί κι αψηφισιά
για τις παγίδες, τις καταπακτές, τ’ αδιέξοδα
φιλοδοξώντας να ξαναπλάσουν και να παίξουν
το παλιό δράμα προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα
δίνοντας στους κύριους ρόλους τα ίδια ονόματα
Μίνωας, Πασιφάη, Μινώταυρος, Αριάδνη,
Δαίδαλος, Ίκαρος, Θησέας.
Tίτος Πατρίκιος
Απ’ όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο
ο λαβύρινθος εγκαταλείφτηκε, απολύθηκαν οι φύλακες
με τον καιρό γκρεμίστηκε η οροφή του
βγήκαν στο φως οι τρομεροί διάδρομοι
οι αίθουσες για τα βασανιστήρια, την ανθρωποφαγία
οι στοές με τις κρυμμένες εφευρέσεις
τους καταχωνιασμένους θησαυρούς
πέσανε οι τοίχοι, μείναν μόνο τα χνάρια
από περίπλοκα χαράγματα πάνω στη γη.
Όμως προσομοιώσεις λαβυρίνθων, σκοτεινές κατασκευές
δεν έπαψαν να χτίζονται με νέα υλικά
με καινούργια τέρατα, θύματα, ήρωες, ηγεμόνες,
φτιάχνονται προπαντός λαβύρινθοι με λέξεις
κάθε χρονιά μπαίνουν μέσα τους νέες φουρνιές
αγόρια και κορίτσια, με φόβο μαζί κι αψηφισιά
για τις παγίδες, τις καταπακτές, τ’ αδιέξοδα
φιλοδοξώντας να ξαναπλάσουν και να παίξουν
το παλιό δράμα προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα
δίνοντας στους κύριους ρόλους τα ίδια ονόματα
Μίνωας, Πασιφάη, Μινώταυρος, Αριάδνη,
Δαίδαλος, Ίκαρος, Θησέας.
Tίτος Πατρίκιος
O KATAΠONTIΣMOΣ TOY IKAΡOY
Όταν βγήκανε την επομένη
οι πτέρυγες στην άμμο,
βρέθηκαν προ απροόπτου οι ερευνητές.
Τέτοιο θεόρατο πουλί-
μυστήριο είπαν,
Φάρσα! Κι οι οιωνοί δεν είναι
της επιστήμης αντικείμενο.
Μορφάζουν οι δύσπιστοι,
σπάζοντας το στενό κλοιό.
Μες στων ψιθύρων τους τις δεισιδαιμονίες
ήτανε σίγουροι αυτοί
Και τράβηξαν για τα ρηχά.
Ήσανε σίγουροι και ξέραν
πώς να διαβάσουν τον καιρό
και τις απρόοπτες θεομηνίες.
Ήσανε σίγουροι αυτοί
πως οι σοδειές θα παν καλά.
Αρκούν για φέτος οι θυσίες.
Τα πόδια ως τον αστράγαλο,
Και τα μαντήλια σκύβοντας
μούσκευαν στο κύμα
κι αγνάντευαν:
πότε τους γλάρους
να κλωσούν στα βραχονήσια,
πότε μακριά, κατά την Πάτμο,
τη σκοτεινή όψη του πελάγους.
Δημήτρης Παϊβανάς
Όταν βγήκανε την επομένη
οι πτέρυγες στην άμμο,
βρέθηκαν προ απροόπτου οι ερευνητές.
Τέτοιο θεόρατο πουλί-
μυστήριο είπαν,
Φάρσα! Κι οι οιωνοί δεν είναι
της επιστήμης αντικείμενο.
Μορφάζουν οι δύσπιστοι,
σπάζοντας το στενό κλοιό.
Μες στων ψιθύρων τους τις δεισιδαιμονίες
ήτανε σίγουροι αυτοί
Και τράβηξαν για τα ρηχά.
Ήσανε σίγουροι και ξέραν
πώς να διαβάσουν τον καιρό
και τις απρόοπτες θεομηνίες.
Ήσανε σίγουροι αυτοί
πως οι σοδειές θα παν καλά.
Αρκούν για φέτος οι θυσίες.
Τα πόδια ως τον αστράγαλο,
Και τα μαντήλια σκύβοντας
μούσκευαν στο κύμα
κι αγνάντευαν:
πότε τους γλάρους
να κλωσούν στα βραχονήσια,
πότε μακριά, κατά την Πάτμο,
τη σκοτεινή όψη του πελάγους.
Δημήτρης Παϊβανάς
Ένιωσα μέσα μου βαθιά, τα φτερά ενός μυστικού αετού
Να ανυψώνονται από την παιδικότητα στην εφηβεία;
Όμως εγώ, που έζησα το τέλος του παλαιού κόσμου,
Είδα το Λαβύρινθο να ανατέλλει σαν άστρο της αυγής
Για να φωτίσει τη νέα εποχή.
Είδα τη δύναμη της νόησης,
Το θησαυροφυλάκιο της γνώσης,
Την άκρα προσπάθεια να καθοδηγούν
Τον ανθρώπινο μόχθο για να γεννήσουν θαύματα.
Στη χώρα αυτή, που οι θεοί έπλασαν σαν το καράβι
Ου πάμφωτο αρμενίζει στο κέντρο της θάλασσας,
Εγώ, ο Ίκαρος από την Κνωσό, είδα και έζησα
Το θαύμα της δημιουργίας.
Στέλλα Δ. Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
Έζησα με το παιδικό μου σώμα παγιδευμένο αλλά το πνεύμα ελεύθερο, γενναίο και δυνατό, να ταξιδεύει στον απέραντο ωκεανό του ουρανού για να εξερευνήσει τις μυστηριώδεις περιοχές του χρόνου και του χώρου.
Δεν ονειρεύτηκα άλλο παρά ν’ ανοίξω τα φτερά μου για τη χώρα των ανέμων όπου οι μεταμορφώσεις του Γαλαξία περιφρονούν τους νόμους της βαρύτητας.
Στέλλα Δ. Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
Δεν ονειρεύτηκα άλλο παρά ν’ ανοίξω τα φτερά μου για τη χώρα των ανέμων όπου οι μεταμορφώσεις του Γαλαξία περιφρονούν τους νόμους της βαρύτητας.
Στέλλα Δ. Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Ακουγα τους βρυχηθμους
η καυτη ανασα του λυσσασμενου κτηνους
μου εκαιγε την πλατη,
ημουν μεσα στον λαβυρινθο
αναμεσα στην σαρκα και στο πνευμα
στους δαιδαλους της σκεψης που μπερδευει
και δεν με τρομαζε το τερας
ηξερα πώς να παιζω με τους ταυρους
να χορευω στα γυαλιστερα τους κερατα
και να τους απλωνω βρεγμενους και γυαλιστερους
πανω στο χαρτι,
ουτε για τον μιτο ανησυχουσα
πολλες φορες ειχα μπλεχτει με τα νηματα του παντα
και δεν με τρομαζε αλλο το ποτε.
Όχι, γνωριζα καλα πως άλλο ηταν εδώ το στοιχημα.
Κι ενώ ο Μινωταυρος επαιρνε φορα να ορμησει
κι η απουσια ετρωγε τα κουφαρια των συντροφων
και πανω στο καραβι οι ναυτες επαιζαν το τελος στα χαρτια
εγω ο Θησεας
αφεθηκα επιτελους στην ροη.
Και τοτε ξαφνικα κλεισαν οι κυκλοι.
Κι εγω ξεκινησα για να σε βρω.
Χλόη Κουτσουμπέλη
Ακουγα τους βρυχηθμους
η καυτη ανασα του λυσσασμενου κτηνους
μου εκαιγε την πλατη,
ημουν μεσα στον λαβυρινθο
αναμεσα στην σαρκα και στο πνευμα
στους δαιδαλους της σκεψης που μπερδευει
και δεν με τρομαζε το τερας
ηξερα πώς να παιζω με τους ταυρους
να χορευω στα γυαλιστερα τους κερατα
και να τους απλωνω βρεγμενους και γυαλιστερους
πανω στο χαρτι,
ουτε για τον μιτο ανησυχουσα
πολλες φορες ειχα μπλεχτει με τα νηματα του παντα
και δεν με τρομαζε αλλο το ποτε.
Όχι, γνωριζα καλα πως άλλο ηταν εδώ το στοιχημα.
Κι ενώ ο Μινωταυρος επαιρνε φορα να ορμησει
κι η απουσια ετρωγε τα κουφαρια των συντροφων
και πανω στο καραβι οι ναυτες επαιζαν το τελος στα χαρτια
εγω ο Θησεας
αφεθηκα επιτελους στην ροη.
Και τοτε ξαφνικα κλεισαν οι κυκλοι.
Κι εγω ξεκινησα για να σε βρω.
Χλόη Κουτσουμπέλη
- ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
- Είχε το σώμα το δικό μου-και την ελιά μου ακόμη
Στο δεξί του μπράτσο.
Μόλις αντικριστήκαμε όρμησε
πάνω μου μ’ άγριο μουγκρητό.
Μα καθώς αγκαλιάστηκαν τα σώματά μας
κι αρχίσαμε το πάλεμα έβλεπα
όλο και πιο πολύ πως πάλευα
μ’ εμέ τον ίδιο.
Σκληρός ο αγώνας. Μια εκείνος
νικούσε, μια εγώ. Κι όταν τον έριξα επιτέλους χάμω
είδα να τρέχουν από τα μάτια του
δυο δάκρυα, καθώς τα στήλωνε
μεσ’ στα δικά μου. Για μια στιγμή
ένιωσα να δειλιάζω, σα να ‘μουν εγώ
ο νικημένος. Μα δεν αφέθηκα στη θλίψη.
Τράβηξα το σπαθί μου και το βύθισα
ως τη λαβή στο λαιμό του.
Από τότε είναι φορές που κοιτάζοντας
το λαμπερό χαλκό βλέπω στη θέση
του κεφαλιού μου κεφαλή μινώταυρου.
Γιώργος Μανουσάκης
Ο νεκρός μινώταυρος
είχε φορέσει στον ανθρώπινο λαιμό μου το κτήνος
βάζοντας στη θέση του μυαλού ένα θεριό,
στη θέση της καρδιάς το σκοτάδι των μπερδεμένων διαδρόμων.
Κυκλοφορούσα χωρίς μίτο
στις σκοτεινές αίθουσες του λαβύρινθου
ουρλιάζοντας στο υπόγειο χάος.
Κάθε φορά που έφτανε στα ρουθούνια μου
η μυρουδιά των τρυφερών κορμιών
ήταν μαρτύριο για την καρδιά μου
να τιθασεύει το ζώο της κεφαλής.
Κι όταν το κατάφερνε,
περίμενα ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα τρυφερά πρόσωπα,
ένα άγγιγμα να δει τη μοναξιά μου.
Μα εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν
πέρα από την αηδία και το φόβο τους,
πέρα από τον εαυτό τους
γιατί δεν έβλεπαν σε μένα την εικόνα τους.
Θύμωσα πια!
Ναι, τους καταβρόχθιζα με ευχαρίστηση
κι έκρινα πως τους άξιζε αυτή η τιμωρία!
Για χρόνια προσδοκούσα ένα μίτο για το λυτρωτή μου.
Ο Θησέας;
Δε διάβασα στα μάτια του το μίσος
ούτε την εκδίκηση.
Φοβήθηκα τότε∙
μέχρι που είδα την απόφαση
στο οπλισμένο χέρι.
Γιακουμάκη Μαρία
είχε φορέσει στον ανθρώπινο λαιμό μου το κτήνος
βάζοντας στη θέση του μυαλού ένα θεριό,
στη θέση της καρδιάς το σκοτάδι των μπερδεμένων διαδρόμων.
Κυκλοφορούσα χωρίς μίτο
στις σκοτεινές αίθουσες του λαβύρινθου
ουρλιάζοντας στο υπόγειο χάος.
Κάθε φορά που έφτανε στα ρουθούνια μου
η μυρουδιά των τρυφερών κορμιών
ήταν μαρτύριο για την καρδιά μου
να τιθασεύει το ζώο της κεφαλής.
Κι όταν το κατάφερνε,
περίμενα ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα τρυφερά πρόσωπα,
ένα άγγιγμα να δει τη μοναξιά μου.
Μα εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν
πέρα από την αηδία και το φόβο τους,
πέρα από τον εαυτό τους
γιατί δεν έβλεπαν σε μένα την εικόνα τους.
Θύμωσα πια!
Ναι, τους καταβρόχθιζα με ευχαρίστηση
κι έκρινα πως τους άξιζε αυτή η τιμωρία!
Για χρόνια προσδοκούσα ένα μίτο για το λυτρωτή μου.
Ο Θησέας;
Δε διάβασα στα μάτια του το μίσος
ούτε την εκδίκηση.
Φοβήθηκα τότε∙
μέχρι που είδα την απόφαση
στο οπλισμένο χέρι.
Γιακουμάκη Μαρία
Λαβύρινθος
Στις σκοτεινές αίθουσες χωρίς επιστροφή,
στους αδιέξοδους διαδρόμους
και στις κρυφές γωνιές
το τέρας είναι μέσα μας.
Χωρίς το χρίσμα του αγαπημένου,
που κερδίζει το μίτο της διαφυγής
όλοι είμαστε άξιοι για το κεφάλι του μινώταυρου.
Εμείς ο Δαίδαλος, εμείς και ο Θησέας.
Γιακουμάκη Μαρία (αδημοσίευτο)
Στις σκοτεινές αίθουσες χωρίς επιστροφή,
στους αδιέξοδους διαδρόμους
και στις κρυφές γωνιές
το τέρας είναι μέσα μας.
Χωρίς το χρίσμα του αγαπημένου,
που κερδίζει το μίτο της διαφυγής
όλοι είμαστε άξιοι για το κεφάλι του μινώταυρου.
Εμείς ο Δαίδαλος, εμείς και ο Θησέας.
Γιακουμάκη Μαρία (αδημοσίευτο)
Πασιφάη
Οι αρμοί της έτριζαν στην επαφή μου,
συθέμελοι
αναστεναγμοί της ηδονής.
Ολόφωτη ξεπήδησε απ’ την αγάπη
κι εγώ
πεσμένη θρύψαλα
αντίκρισα τη μοναξιά μου.
Γιακουμάκη Μαρία (αδημοσίευτο)
Οι αρμοί της έτριζαν στην επαφή μου,
συθέμελοι
αναστεναγμοί της ηδονής.
Ολόφωτη ξεπήδησε απ’ την αγάπη
κι εγώ
πεσμένη θρύψαλα
αντίκρισα τη μοναξιά μου.
Γιακουμάκη Μαρία (αδημοσίευτο)
χωρίς μίτο
Στα υπόγεια λαγούμια
το τέρας της ανάμνησης
ξεσκίζει τις σάρκες των φιλιών.
Ο πόνος στριφογυρίζει
στις σκοτεινές αίθουσες
τις ματωμένες λέξεις του έρωτα.
Ο Θησέας άργησε
ν’ αράξει στους χαλεπούς λιμένες.
Τα τέρατα περιμένουν
πάντα
χωρίς μίτο...
Γιακουμάκη Μαρία
Αριάδνη
Απ τα μάτια σου γλίστρησαν οι πόνοι,
όταν μόνη σ΄ ένα ξερονήσι
αντίκρισες την απουσία.
Η προδοσία καραδοκεί παντού,
ακόμα και με θεϊκή υπογραφή.
Κανείς δε σου ‘χε πει:
«Πρόσεχε στη Νάξο, Αριάδνη»,
κι ας ήταν θύματα της ειμαρμένης
κι άλλες γυναίκες της γενιάς:
μια Πασιφάη και μια Φαίδρα.
Γιακουμάκη Μαρία (αδημοσίευτο)
Απ τα μάτια σου γλίστρησαν οι πόνοι,
όταν μόνη σ΄ ένα ξερονήσι
αντίκρισες την απουσία.
Η προδοσία καραδοκεί παντού,
ακόμα και με θεϊκή υπογραφή.
Κανείς δε σου ‘χε πει:
«Πρόσεχε στη Νάξο, Αριάδνη»,
κι ας ήταν θύματα της ειμαρμένης
κι άλλες γυναίκες της γενιάς:
μια Πασιφάη και μια Φαίδρα.
Γιακουμάκη Μαρία (αδημοσίευτο)
Το σπίτι του Αστερίου
Ξέρω πως με λένε φαντασμένο, ίσως και μισάνθρωπο, ίσως και τρελό. Οι κατηγορίες αυτές (που θα τις τιμωρήσω όταν έρθει η ώρα) είναι γελοίες. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δεν βγαίνω από το σπίτι μου, αλλά αλήθεια είναι και ότι οι πόρτες του (άπειρες στον αριθμό) είναι ανοιχτές μέρα και νύχτα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Όποιος θέλει, μπαίνει. Δε θα βρει εδώ γυναικείες πομπές, ούτε τις αλλόκοτες τελετουργίες των ανακτόρων, αλλά θα βρει γαλήνη κι απομόνωση. Θα βρει ακόμα κι ένα σπίτι που είναι μοναδικό σε όλη τη γή. (Ψεύδονται όσοι λένε πως στην Αίγυπτο υπάρχει ένα παρόμοιο.) Ακόμα και οι συκοφάντες μου παραδέχονται πως σε ολόκληρο το σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα έπιπλο. Άλλη γελοιότητα είναι το ότι εγώ, ο Αστέριος, τάχα είμαι φυλακισμένος. Να το ξαναπώ ότι δεν υπάρχει ούτε μια κλειδωμένη πόρτα; Να προσθέσω ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωνιά; Ένα σούρουπο, μάλιστα, βγήκα στο δρόμο• κι αν γύρισα εδώ πριν πέσει η νύχτα, ήταν γιατί με φόβισαν τα πρόσωπα του πλήθους- πρόσωπα ξεθωριασμένα και πλατσουκωτά, σαν ανοικτή παλάμη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια, αλλά από το απελπισμένο κλάμα ενός παιδιού και τις ηλίθιες ικεσίες του όχλου κατάλαβα ότι με είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έφευγε μακριά, έπεφτε στα γόνατα• μερικοί σκαρφάλωναν στο στυλοβάτη του Ναού των Λάβρεων• άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, αν δεν κάνω λάθος, έπεσε στη θάλασσα για να κρυφτεί. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα μου ήταν βασίλισσα: δεν μπορώ να συχνωτίζομαι με τον όχλο, αν και το ζητάει η ταπεινοφροσύνη μου.
Πάντως είμαι μοναδικός. Δε με ενδιαφέρει τι μπορεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος στους άλλους• κι εγώ, σαν το φιλόσοφο, είμαι της γνώμης ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταδοθεί με την τέχνη της γραφής. Οι κοινότοπες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν θέση στο πνεύμα μου, που είναι πλασμένο για τα σπουδαία• ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τι διάφερε το ένα γράμμα από το άλλο. Κάποια γενναιόδωρη αδημονία δε μου επέτρεψε να μάθω να διαβάζω. Καμιά φορά, μετανιώνω για αυτό, γιατί οι νύχτες και οι μέρες είναι μεγάλες.
Να διευκρινίσω ότι δεν μου λείπουν οι διασκεδάσεις. Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ’ όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να παίξω τον κοιμισμένο, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά και βαριανασαίνοντας. (Κάπου-κάπου κοιμάμαι στ’ αλήθεια• κάπου-κάπου ανοίγω τα μάτια μου και το χρώμα της μέρας έχει αλλάξει.) Απ’ όλα τα παιχνίδια μου, όμως, αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ είναι να παίζω είναι να παίζω τον άλλο Αστερίο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. Όλο ευγένεια και φιλοφρονήσεις του λέω: "Τώρα επιστρέφουμε στην προηγούμενη διασταύρωση ή τώρα θα βγούμε σε μιαν άλλη αυλή ή καλά το φαντάστηκα πως θα σου άρεσε το φρεάτιο ή κοίτα εδώ μια στέρνα που γέμισε άμμο ή τώρα θα δεις πώς διακλαδώνεται το υπόγειο". Καμιά φορά, κάνω λάθος και τότε γελάμε και οι δύο με την καρδιά μας.
Τα παιχνίδια αυτά δεν είναι το μόνο πράμα που έχω κατεβάσει από το κεφάλι μου• με έχει απασχολήσει πολύ και το σπίτι. Όλοι οι χώροι του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές, και κάθε μέρος είναι άλλο μέρος. Δεν υπάρχει μια αυλή, ένα πηγάδι, μια ποτίστρα, ένα παχνί• υπάρχουν δεκατέσσερα (= άπειρα) παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αυλές. Το σπίτι είναι μεγάλο όσο και ο κόσμος• μάλλον είναι ο κόσμος. Να, όμως, που, για να’χω εξαντλήσει τις αυλές με τα πηγάδια και τις κονισαλέες στοές από γκρίζα πέτρα, βγήκα μια μέρα στο δρόμο και είδα το Ναό των Λάβρεων και τη θάλασσα. Αυτό δεν το είχα καταλάβει, μέχρι που ήρθε ένα όραμα της νύχτας και μου αποκάλυψε ότι οι ναοί και οι θάλασσες είναι πάλι δεκατέσσερις (= άπειρες ). Τα πάντα είναι πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, αλλά υπάρχουν και δύο πράγματα στον κόσμο που δείχνουν να είναι μόνο μια φορά: πάνω, ο δυσνόητος ήλιος• κάτω, ο Αστερίος. Μπορεί και να είμαι εγώ που έπλασα τα αστέρια και τον ήλιο και το θεόρατο σπίτι, μα τώρα δε θυμάμαι τίποτα.
Κάθε εννέα χρόνια έρχονται στο σπίτι εννέα άνθρωποι για να τους λυτρώσω από το Κακό. Ακούω τα βήματα τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλος χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Εκεί όπου πέφτουν, εκεί μένουν, κι αυτό με βοηθάει να ξεχωρίζω την μία στοά από την άλλη. Δεν ξέρω ποιοι είναι, αλλά ξέρω πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα ερχόταν και ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δε με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου μια μέρα θα προβάλλει μέσα από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψιθύρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματα του. Είθε να με πάει σε κάποιο χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς θα είναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα είναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα είναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Η θα είναι σαν και εμένα;
Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούτζινο σπαθί. Δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα.
Θα το πιστέψεις Αριάδνη; είπε ο Θησέας. Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε καθόλου.
Στη Μάρτα Μοσκέρα Ίστμαν.
*Από το βιβλίο: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα Πεζά, Μετάφραση, Επιμέλεια, Σχόλια: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Το βάρος του να ισορροπεί μόνο γι’ αυτήν. Την κοίταζε με βλέμμα γεμάτο παθιασμένο φως. Να την καταπιεί ολόκληρη ο πόθος του κι αυτή να μη διστάζει να κλείσει τις καμπύλες της εντός του. Να συγχωνευθεί. Λάτρευε την ανακτορική μυρωδιά της, άγγιξε με τα μάτια το δέρμα στον αυχένα της, λαχτάρησε την ζωντανή επαφή των ώμων της. Πρόσεχε τις κινήσεις του, τα κέρατα κάπου να τα βολέψει. Την ανασήκωσε προσεκτικά με τα μπροστινά του πόδια και την ακούμπησε εντός του. Το μέσα της και το μέσα του αφομοιώθηκαν απ’ το πάντα. Αυτή κούρνιασε σαν έμβρυο και χάθηκε στον έρωτά του. Εσώκλειστη στην αιωνιότητα, εσώκλειστη στη γεύση του ζωώδους. Μόνο τα χέρια δίπλωσε πίσω απ’ το σβέρκο. Να γλύφει το μέσα του και να μην πονάει τα σωθικά του.
ΝΙΚΗ ΠΑΥΛΙΔΟΥ, Εσώκλειστος έρωτας
Άνδρες και γυναίκες της Αθήνας, γιορτάσετε σήμερα τη νίκη του ανθρώπου απάνω στο ζώο. Καθένας από σας ας νιώσει μέσα στην καρδιά του πως είναι ένας Θησέας και σκοτώνει μέσα του το ζώο, που τον τυραννούσε. Έτσι μονάχα η νίκη μου θα μπορέσει ν’ αποκτήσει αξία και θα μπορείτε να πείτε πως γίνατε ελεύθεροι άνθρωποι.
Ν. Καζαντζάκης , Στα παλάτια της Κνωσού
Ν. Καζαντζάκης , Στα παλάτια της Κνωσού
Θαρρώ πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά παρά να παίζεις και να παλεύεις με ταύρους.
…Γιατί έτσι νιώθεις πως το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να υποτάξει τις φοβερές δυνάμεις. Βλέπεις έναν άνθρωπο, άοπλο, αδύνατο, και μπροστά του ένα θεριό με φοβερά κέρατα και παντοδύναμο κι ο αδύνατος αυτός άνθρωπος νικά το θεριό. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος έχει μυαλό!
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
…Γιατί έτσι νιώθεις πως το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να υποτάξει τις φοβερές δυνάμεις. Βλέπεις έναν άνθρωπο, άοπλο, αδύνατο, και μπροστά του ένα θεριό με φοβερά κέρατα και παντοδύναμο κι ο αδύνατος αυτός άνθρωπος νικά το θεριό. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος έχει μυαλό!
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Ο ταύρος μόλις την είδε μούγκρισε κι έσκυψε το κεφάλι σα να ‘θελε να την τρυπήσει με τα κέρατά του. Μα η Κρινό χίμηξε, του φούχτωσε με δύναμη τα κέρατα και ζυγιάστηκε μια στιγμή, πατώντας στ’ ακροδάχτυλά της∙ ο ταύρος τότε τίναξε με δύναμη το κεφάλι προς τ’ απάνω, για να ξεφύγει από τα χέρια που τον έσφιγγαν.
Ο Ίκαρος κρατούσε την ανάσα του. Τούτη ήταν η δυσκολότερη στιγμή∙ πρώτη φορά κατέβαινε η Κρινό στην παλαίστρα∙ θα ‘χανε άραγε την ψυχραιμία της; Ή θα την έριχνε ο ταύρος χάμω;
Σαν αστραπή πέρασε από το νου του η σκέψη αυτή∙ μα μονομιάς ανάσανε. Η Κρινό, με το τίναγμα αυτό που έκαμε ο ταύρος, πήρε φόρα και πήδηξε αλαφριά, σαν πούπουλο στη ράχη του ταύρου∙ στηρίχτηκε στερεά στα χέρια της και χτύπησε δυο φορές τα πόδια στον αγέρα κι άξαφνα έβαλε όλη της τη δύναμη, έκαμε ανάερα μια τούμπα κι έπεσε πίσω από τον ταύρο∙ εκεί ένας άντρας στεκόταν με ανοιχτά τα χέρια και την άρπαξε στην αγκαλιά του.
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Ο Ίκαρος κρατούσε την ανάσα του. Τούτη ήταν η δυσκολότερη στιγμή∙ πρώτη φορά κατέβαινε η Κρινό στην παλαίστρα∙ θα ‘χανε άραγε την ψυχραιμία της; Ή θα την έριχνε ο ταύρος χάμω;
Σαν αστραπή πέρασε από το νου του η σκέψη αυτή∙ μα μονομιάς ανάσανε. Η Κρινό, με το τίναγμα αυτό που έκαμε ο ταύρος, πήρε φόρα και πήδηξε αλαφριά, σαν πούπουλο στη ράχη του ταύρου∙ στηρίχτηκε στερεά στα χέρια της και χτύπησε δυο φορές τα πόδια στον αγέρα κι άξαφνα έβαλε όλη της τη δύναμη, έκαμε ανάερα μια τούμπα κι έπεσε πίσω από τον ταύρο∙ εκεί ένας άντρας στεκόταν με ανοιχτά τα χέρια και την άρπαξε στην αγκαλιά του.
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Η Αριάδνη άπλωσε το γυμνό της πόδι απάνω στις μεγάλες πλάκες της αυλής. Σαν να ‘ψαχνε τη γης, που να πατήσει, σαν να ‘ταν γκρεμός και ψαχούλευε με προσοχή μην πέσει. Έσκυψε το κεφάλι, σα ταύρος που ετοιμάζεται να κερατίσει, και μ’ ένα γοργό κούνημα του κορμιού της άρχισε να χορεύει.
…..
Οι πλεξούδες της Αριάδνης τινάζουνταν βίαια, το σώμα της στροβιλιζόταν συνεπαρμένο από το χορό∙ πότε πάλι στεκόταν, μια στιγμή ακίνητο, τεντωμένο στ’ ακροδάχτυλα του ποδιού, έτοιμο λες να τιναχτεί σαν κοντάρι.
N. Kαζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
…..
Οι πλεξούδες της Αριάδνης τινάζουνταν βίαια, το σώμα της στροβιλιζόταν συνεπαρμένο από το χορό∙ πότε πάλι στεκόταν, μια στιγμή ακίνητο, τεντωμένο στ’ ακροδάχτυλα του ποδιού, έτοιμο λες να τιναχτεί σαν κοντάρι.
N. Kαζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Μίνω δέ φασιν ἐπινείῳ χρήσασθαι τῷ Ἀμνισῷ, ὅπου τὸ τῆς Εἰλειθυίας ἱερόν. ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ Κνωσσὸς Καίρατος πρότερον ὁμώνυμος τῷ παραρρέοντι ποταμῷ. ἱστόρηται δ᾽ ὁ Μίνως νομοθέτης γενέσθαι σπουδαῖος θαλαττοκρατῆσαί τε πρῶτος, τριχῆ δὲ διελὼν τὴν νῆσον ἐν ἑκάστῳ τῷ μέρει κτίσαι πόλιν, τὴν μὲν Κνωσσὸν ἐν τῷ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . καταντικρὺ τῆς Πελοποννήσου:
Strabo, Geography [8] |
[5] πλησίον δὲ ᾠκοδόμητο ναὸς Εἰλειθυίας, ἣν ἐλθοῦσαν ἐξ Ὑπερβορέων ἐς Δῆλον γενέσθαι βοηθὸν ταῖς Λητοῦς ὠδῖσι, τοὺς δὲ ἄλλους παρ᾽ αὐτῶν φασι τῆς Εἰλειθυίας μαθεῖν τὸ ὄνομα: καὶ θύουσί τε Εἰλειθυίᾳ Δήλιοι καὶ ὕμνον ᾁδουσιν Ὠλῆνος. Κρῆτες δὲ χώρας τῆς Κνωσσίας ἐν Ἀμνισῷ γενέσθαι νομίζουσιν Εἰλείθυιαν καὶ παῖδα Ἥρας εἶναι: μόνοις δὲ Ἀθηναίοις τῆς Εἰλειθυίας κεκάλυπται τὰ ξόανα ἐς ἄκρους τοὺς πόδας. τὰ μὲν δὴ δύο εἶναι Κρητικὰ καὶ Φαίδρας ἀναθήματα ἔλεγον αἱ γυναῖκες, τὸ δὲ ἀρχαιότατον Ἐρυσίχθονα ἐκ Δήλου κομίσαι.
ΠΑΥΣΑΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ |
•Apollod. 3.1.3 •Ἀστερίου δὲ ἄπαιδος ἀποθανόντος Μίνως βασιλεύειν θέλων Κρήτης ἐκωλύετο. φήσας δὲ παρὰ θεῶν τὴν βασιλείαν εἰληφέναι, τοῦ πιστευθῆναι χάριν ἔφη, ὅ τι ἂν εὔξηται, γενέσθαι. καὶ Ποσειδῶνι θύων ηὔξατο ταῦρον ἀναφανῆναι ἐκ τῶν βυθῶν, καταθύσειν ὑποσχόμενος τὸν φανέντα. τοῦ δὲ Ποσειδῶνος ταῦρον ἀνέντος αὐτῷ διαπρεπῆ τὴν βασιλείαν παρέλαβε, τὸν δὲ ταῦρον εἰς τὰ βουκόλια πέμψας ἔθυσεν ἕτερον. [ θαλασσοκρατήσας δὲ πρῶτος πασῶν τῶν νήσων σχεδὸν ἐπῆρξεν].
•[7] καὶ Τροιζῆνα διοδεύων ἐπιξενοῦται Πιτθεῖ τῷ Πέλοπος, ὃς τὸν χρησμὸν συνείς, μεθύσας αὐτὸν τῇ θυγατρὶ συγκατέκλινεν Αἴθρᾳ. τῇ δὲ αὐτῇ νυκτὶ καὶ Ποσειδῶν ἐπλησίασεν αὐτῇ. Αἰγεὺς δὲ ἐντειλάμενος Αἴθρᾳ, ἐὰν ἄρρενα γεννήσῃ, τρέφειν, τίνος ἐστὶ μὴ λέγουσαν, ἀπέλιπεν ὑπό τινα πέτραν μάχαιραν καὶ πέδιλα, εἰπών, ὅταν ὁ παῖς δύνηται τὴν πέτραν ἀποκυλίσας ἀνελέσθαι ταῦτα, τότε μετ᾽ αὐτῶν αὐτὸν ἀποπέμπειν. αὐτὸς δὲ ἧκεν εἰς Ἀθήνας, καὶ τὸν τῶν Παναθηναίων ἀγῶνα ἐπετέλει, ἐν ᾧ ὁ Μίνωος παῖς Ἀνδρόγεως ἐνίκησε πάντας. τοῦτον Αἰγεὺς ἐπὶ τὸν Μαραθώνιον ἔπεμψε ταῦρον, ὑφ᾽ οὗ διεφθάρη. ἔνιοι δὲ αὐτὸν λέγουσι πορευόμενον εἰς Θήβασἐπὶ τὸν Λαΐου ἀγῶνα πρὸς τῶν ἀγωνιστῶν ἐνεδρευθέντα διὰ φθόνον ἀπολέσθαι. Μίνως δέ, ἀγγελθέντος αὐτῷ τοῦ θανάτου, θύων ἐν Πάρῳ ταῖς χάρισι, τὸν μὲν στέφανον ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἔρριψε καὶ τὸν αὐλὸν κατέσχε, τὴν δὲ θυσίαν οὐδὲν ἧττον ἐπετέλεσεν: ὅθεν ἔτι καὶ δεῦρο χωρὶς αὐλῶν καὶ στεφάνων ἐν Πάρῳ θύουσι ταῖς χάρισι. •Apollod. 3.1.4
•8] μετ᾽ οὐ πολὺ δὲ θαλασσοκρατῶν ἐπολέμησε στόλῳ τὰς Ἀθήνας, καὶ Μέγαρα εἷλε Νίσου βασιλεύοντος τοῦ Πανδίονος, καὶ Μεγαρέα τὸν Ἱππομένους ἐξ Ὀγχηστοῦ Νίσῳ βοηθὸν ἐλθόντα ἀπέκτεινεν. ἀπέθανε δὲ καὶ Νῖσος διὰ θυγατρὸς προδοσίαν. ἔχοντι γὰρ αὐτῷ πορφυρέαν ἐν μέσῃ τῇ κεφαλῇ τρίχα ταύτης ἀφαιρεθείσης ἦν χρησμὸς τελευτῆσαι: ἡ δὲ θυγάτηρ αὐτοῦ Σκύλλα ἐρασθεῖσα Μίνωος ἐξεῖλε τὴν τρίχα. Μίνως δὲ Μεγάρων κρατήσας καὶ τὴν κόρην τῆς πρύμνης τῶν ποδῶν ἐκδήσας ὑποβρύχιον ἐποίησε. χρονιζομένου δὲ τοῦ πολέμου, μὴ δυνάμενος ἑλεῖν Ἀθήνας εὔχεται Διὶ παρ᾽ Ἀθηναίων λαβεῖν δίκας. γενομένου δὲ τῇ πόλει λιμοῦ τε καὶ λοιμοῦ. τὸ μὲν πρῶτον κατὰ λόγιον Ἀθηναῖοι παλαιὸν τὰς Ὑακίνθου κόρας, Ἀνθηίδα Αἰγληίδα Λυταίαν Ὀρθαίαν, ἐπὶ τὸν Γεραίστου τοῦ Κύκλωπος τάφον κατέσφαξαν: τούτων δὲ ὁ πατὴρ Ὑάκινθος ἐλθὼν ἐκ Λακεδαίμονος Ἀθήνας κατῴκει. ὡς δὲ οὐδὲν ὄφελος ἦν τοῦτο, ἐχρῶντο περὶ ἀπαλλαγῆς. ὁ δὲ θεὸς ἀνεῖλεν αὐτοῖς Μίνωι διδόναι δίκας ἃς ἂν αὐτὸς αἱροῖτο. πέμψαντες οὖν πρὸς Μίνωα ἐπέτρεπον αἰτεῖν δίκας. Μίνως δὲ ἐκέλευσεν αὐτοῖς κόρους ἑπτὰ καὶ κόρας τὰς ἴσας χωρὶς ὅπλων πέμπειν τῷ Μινωταύρῳ βοράν. ἦν δὲ οὗτος ἐν λαβυρίνθῳ καθειργμένος, ἐν ᾧ τὸν εἰσελθόντα ἀδύνατον ἦν ἐξιέναι: πολυπλόκοις γὰρ καμπαῖς τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε. κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης. ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων ἄριστος καὶ πρῶτος ἀγαλμάτων εὑρετής. οὗτος ἐξ Ἀθηνῶν ἔφυγεν, ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως βαλὼν τὸν τῆς ἀδελφῆς [Πέρδικος] υἱὸν Τάλω, μαθητὴν ὄντα, δείσας μὴ διὰ τὴν εὐφυΐαν αὐτὸν ὑπερβάλῃ: σιαγόνα γὰρ ὄφεως εὑρὼν ξύλον λεπτὸν ἔπρισε. φωραθέντος δὲ τοῦ νεκροῦ κριθεὶς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ καὶ καταδικασθεὶς πρὸς Μίνωα ἔφυγε. [κἀκεῖ Πασιφάῃ ἐρασθείσῃ τοῦ Ποσειδωνείου ταύρου συνήργησε τεχνησάμενος ξυλίνην βοῦν, καὶ τὸν λαβύρινθον κατεσκεύασεν, εἰς ὃν κατὰ ἔτος Ἀθηναῖοι κόρους ἑπτὰ καὶ κόρας τὰς ἴσας τῷ Μινωταύρῳ βορὰν ἔπεμπον]. •Apollod. 3.15.8
•Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, όταν ο Δαίδαλος διέφυγε από την Κρήτη, ο Μίνωας άρχισε να τον ψάχνει και υποψιαζόμενος ότι ο Δαίδαλος μπορεί να είχε μεταμορφωθεί, ζητούσε από όποιον συναντούσε να περάσει μια κλωστή μέσα από το κέλυφος ενός κοχλία (χοχλιού, σαλιγκαριού), ξέροντας ότι αυτό θα μπορούσε να το κάνει μονάχα ο πανέξυπνος και πολυμήχανος Δαίδαλος, ο άνθρωπος που είχε φτιάξει το λαβύρινθο (το οίκημα που ήταν κατά πρότυπα του κοχλία). Όταν ο Μίνωας έφτασε και στο παλάτι του βασιλιά Κώκαλου, ζήτησε και από εκείνον να κάνει το ίδιο. Ο Κώκαλος, για να μη φανεί ότι δεν είναι ικανός να το κάνει, ζήτησε τη βοήθεια του Δαίδαλου. Ο Δαίδαλος, αφού άνοιξε μια μικρή τρύπα στον πάτο του κελύφους του σαλιγκαριού, πέρασε από εκεί ένα μυρμήγκι δεμένο με την κλωστή. Το μυρμήγκι βγήκε από την άλλη μεριά του σαλιγκαριού και το αίνιγμα – πρόβλημα λύθηκε. Ωστόσο με αυτό τον τρόπο αποκαλύφθηκε η εκεί παρουσία του Δαίδαλου και ο Μίνωας απαίτησε να του παραδοθεί. Όμως, ο Κώκαλος αρνήθηκε και στη συνέχεια έβαλε τις ωραίες κόρες του να τον δολοφονήσουν, ρίχνοντας καυτό νερό στο μπάνιο του Μίνωα, όπου υποτίθεται θα διασκέδαζαν μαζί τους… •Λέει ο Απολλόδωρος: «Δαίδαλος δε διασώζεται εις Κάμικον της Σικελίας>. [14] Δαίδαλον δε εδίωκε Μίνως, και καθ εκάστην χώραν ερευνών εκόμιζε κόχλον, και πολύν επηγγέλλετο δώσειν μισθόν τω δια του κοχλίου λίνον διείραντι, δια τούτου νομίζων ευρήσειν Δαίδαλον. ελθών δε εις Κάμικον της Σικελίας παρά Κώκαλον, παρ ω Δαίδαλος εκρύπτετο, δείκνυσι τον κοχλίαν. ο δε λαβών επηγγέλλετο διείρειν και Δαιδάλω δίδωσιν· [15] ο δε εξάψας μύρμηκος λίνον και τρήσας τον κοχλίαν είασε δι αυτου διελθείν. λαβών δε Μίνως το λίνον διειρμένον ήσθετο όντα παρ' εκείνω Δαίδαλον, και ευθέως απήτει. Κώκαλος δε υποσχόμενος εκδώσειν εξένισεν αυτόν· ο δε [p. 142] λουσάμενος υπό των Κωκάλου θυγατέρων έκλυτος εγένετο· ως δε ένιοι φασι, ζεστώ καταχυθείς [ύδατι] μετήλλαξεν»... (Απολλώδωρος, Επιτομή, 12) •
•Apollod. E. E.1.14[14] •Δαίδαλον δὲ ἐδίωκε Μίνως, καὶ καθ᾽ ἑκάστην χώραν ἐρευνῶν ἐκόμιζε κόχλον, καὶ πολὺν ἐπηγγέλλετο δώσειν μισθὸν τῷ διὰ τοῦ κοχλίου λίνον διείραντι, διὰ τούτου νομίζων εὑρήσειν Δαίδαλον. ἐλθὼν δὲ εἰς Κάμικον τῆς Σικελίας παρὰ Κώκαλον, παρ᾽ ᾧ Δαίδαλος ἐκρύπτετο, δείκνυσι τὸν κοχλίαν. ὁ δὲ λαβὼν ἐπηγγέλλετο διείρειν καὶ Δαιδάλῳ δίδωσιν: •
Apollod. E. E.1.15 •[15] ὁ δὲ ἐξάψας μύρμηκος λίνον καὶ τρήσας τὸν κοχλίαν εἴασε δι᾽ αὐτοῦ διελθεῖν. λαβὼν δὲ Μίνως τὸ λίνον διειρμένον ᾔσθετο ὄντα παρ᾽ ἐκείνῳ Δαίδαλον, καὶ εὐθέως ἀπῄτει. Κώκαλος δὲ ὑποσχόμενος ἐκδώσειν ἐξένισεν αὐτόν: ὁ δὲλουσάμενος ὑπὸ τῶν Κωκάλου θυγατέρων ἔκλυτος ἐγένετο: ὡς δὲ ἔνιοί φασι, ζεστῷ καταχυθεὶς [ὕδατι] μετήλλαξεν.
•Apollod. E. E.1.14[14] •Δαίδαλον δὲ ἐδίωκε Μίνως, καὶ καθ᾽ ἑκάστην χώραν ἐρευνῶν ἐκόμιζε κόχλον, καὶ πολὺν ἐπηγγέλλετο δώσειν μισθὸν τῷ διὰ τοῦ κοχλίου λίνον διείραντι, διὰ τούτου νομίζων εὑρήσειν Δαίδαλον. ἐλθὼν δὲ εἰς Κάμικον τῆς Σικελίας παρὰ Κώκαλον, παρ᾽ ᾧ Δαίδαλος ἐκρύπτετο, δείκνυσι τὸν κοχλίαν. ὁ δὲ λαβὼν ἐπηγγέλλετο διείρειν καὶ Δαιδάλῳ δίδωσιν: •
Apollod. E. E.1.15 •[15] ὁ δὲ ἐξάψας μύρμηκος λίνον καὶ τρήσας τὸν κοχλίαν εἴασε δι᾽ αὐτοῦ διελθεῖν. λαβὼν δὲ Μίνως τὸ λίνον διειρμένον ᾔσθετο ὄντα παρ᾽ ἐκείνῳ Δαίδαλον, καὶ εὐθέως ἀπῄτει. Κώκαλος δὲ ὑποσχόμενος ἐκδώσειν ἐξένισεν αὐτόν: ὁ δὲλουσάμενος ὑπὸ τῶν Κωκάλου θυγατέρων ἔκλυτος ἐγένετο: ὡς δὲ ἔνιοί φασι, ζεστῷ καταχυθεὶς [ὕδατι] μετήλλαξεν.
λ
“ἔνθ᾽ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν,
χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν,
570ἥμενον, οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα,
ἥμενοι ἑσταότες τε κατ᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ
•Κι είδα το Μίνωα, το λαμπρό του Δία το γιό, που κράτα
χρυσό ραβδί, και κάθονταν κριτής των πεθαμένων· •570 άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μπροστά στο βασιλέα
μες στου Άδη του πλατύθυρου κρινόνταν τα παλάτια.
Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον ἐκράτησε καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων ἐγένετο, Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας· τό τε λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ' ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ.
Θουκυδίδης,Ιστοριών Α,4
•Xen. Mem. 4.2.33 •[33] ἀλλ᾽ ἥ γέ τοι σοφία, ὦ Σώκρατες, ἀναμφισβητήτως ἀγαθόν ἐστι: ποῖον γὰρ ἄν τις πρᾶγμα οὐ βέλτιον πράττοι σοφὸς ὢν ἢ ἀμαθής; τί δέ; τὸν Δαίδαλον, ἔφη, οὐκ ἀκήκοας ὅτι ληφθεὶς ὑπὸ Μίνω διὰ τὴν σοφίαν ἠναγκάζετο ἐκείνῳ δουλεύειν καὶ τῆς τε πατρίδος ἅμα καὶ τῆς ἐλευθερίας ἐστερήθη καὶ ἐπιχειρῶν ἀποδιδράσκειν μετὰ τοῦ υἱοῦ τόν τε παῖδα ἀπώλεσε καὶ αὐτὸς οὐκ ἐδυνήθη σωθῆναι, ἀλλ᾽ ἀπενεχθεὶς εἰς τοὺς βαρβάρους πάλιν ἐκεῖ ἐδούλευε; λέγεται νὴ Δί᾽, ἔφη, ταῦτα. τὰ δὲ Παλαμήδους οὐκ ἀκήκοας πάθη; τοῦτον γὰρ δὴ πάντες ὑμνοῦσιν ὡς διὰ σοφίαν φθονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως ἀπόλλυται. λέγεται καὶ ταῦτα, ἔφη. ἄλλους δὲ πόσους οἴει διὰ σοφίαν ἀνασπάστους πρὸς βασιλέα γεγονέναι καὶ ἐκεῖ δουλεύειν;
•Απομνημονεύματα
Apollod. 3.1.1
ἐπεὶ δὲ τὸ Ἰνάχειον διερχόμενοι γένος τοὺς ἀπὸ Βήλου μέχρι τῶν Ἡρακλειδῶν δεδηλώκαμεν, ἐχομένως λέγωμεν καὶ τὰ περὶ Ἀγήνορος. ὡς γὰρ ἡμῖν λέλεκται, δύο Λιβύη ἐγέννησε παῖδας ἐκ Ποσειδῶνος, Βῆλον καὶ Ἀγήνορα. Βῆλος μὲν οὖν βασιλεύων Αἰγυπτίων τοὺς προειρημένους ἐγέννησεν, Ἀγήνωρ δὲ παραγενόμενος εἰς τὴν Φοινίκην γαμεῖ Τηλέφασσαν καὶ τεκνοῖ θυγατέρα μὲν Εὐρώπην, παῖδας δὲ Κάδμον καὶ Φοίνικα καὶ Κίλικα. τινὲς δὲ Εὐρώπην οὐκ Ἀγήνορος ἀλλὰ Φοίνικος λέγουσι. ταύτης Ζεὺς ἐρασθείς, †ῥόδου ἀποπλέων, ταῦρος χειροήθης γενόμενος, ἐπιβιβασθεῖσαν διὰ τῆς θαλάσσης ἐκόμισεν εἰς Κρήτην. ἡ δέ, ἐκεῖ συνευνασθέντος αὐτῇ Διός, ἐγέννησε Μίνωα Σαρπηδόνα Ῥαδάμανθυν: καθ᾽ Ὅμηρον δὲ Σαρπηδὼν ἐκ Διὸς καὶ Λαοδαμείας τῆς Βελλεροφόντου. ἀφανοῦς δὲ Εὐρώπης γενομένης ὁ πατὴρ αὐτῆς Ἀγήνωρ ἐπὶ ζήτησιν ἐξέπεμψε τοὺς παῖδας, εἰπὼν μὴ πρότερον ἀναστρέφειν πρὶν ἂν ἐξεύρωσιν Εὐρώπην. συνεξῆλθε δὲ ἐπὶ τὴν ζήτησιν αὐτῆς Τηλέφασσα ἡ μήτηρ καὶ Θάσος ὁ Ποσειδῶνος, ὡς δὲ Φερεκύδης φησὶ Κίλικος. ὡς δὲ πᾶσαν ποιούμενοι ζήτησιν εὑρεῖν ἦσαν Εὐρώπην ἀδύνατοι, τὴν εἰς οἶκον ἀνακομιδὴν ἀπογνόντες ἄλλος ἀλλαχοῦ κατῴκησαν, Φοῖνιξ μὲν ἐν Φοινίκῃ, Κίλιξ δὲ Φοινίκης πλησίον, καὶ πᾶσαν τὴν ὑφ᾽ ἑαυτοῦ κειμένην χώραν ποταμῷ σύνεγγυς Πυράμῳ Κιλικίαν ἐκάλεσε: Κάδμος δὲ καὶ Τηλέφασσα ἐν Θρᾴκῃ κατῴκησαν. ὁμοίως δὲ καὶ Θάσος ἐν Θρᾴκῃ κτίσας πόλιν Θάσον κατῴκησεν. Εὐρώπην δὲ γήμας Ἀστέριος ὁ Κρητῶν δυνάστης τοὺς ἐκ ταύτης παῖδας ἔτρεφεν |