Ο άνεμος φυσούσε δυνατά εκείνη τη μέρα της άνοιξης. Σύννεφα είχαν μαζευτεί πίσω από το ιερό βουνό του Γιούχτα. Η Μεγάλη Μητέρα φαινόταν θυμωμένη.
Το πλήθος που είχε μαζευτεί εκείνη τη μέρα στο ιερό στα Ανεμόσπηλια έδειχνε φανερά τη ανησυχία του. Είχε ανηφορίσει με πολύ κόπο το δύσβατο μονοπάτι μετά τις παροτρύνσεις των ιερειών και των ιερέων. Βασανιστικά όνειρα τους ταλαιπωρούσαν τη νύχτα. Έβλεπαν να φτάνει μια μεγάλη καταστροφή. Σκέφτηκαν να εξιλεώσουν τη Μεγάλη θεά προσφέροντάς της αυτή τη φορά ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: όχι μόνο τους καρπούς από τις σοδειές τους, όχι το ιερό τους ζώο, τον ταύρο, το σύμβολο της γονιμότητας, το αγαπημένο τους ζώο, αλλά το πιο αγαπημένο μέλος της κοινότητάς τους. Κι όχι οποιοδήποτε: το γιο του ίδιου του βασιλιά! Όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να θυμηθούν τι είχαν ξεχάσει, πού έσφαλαν, τι έπραξαν που στεναχώρησε και δυσαρέστησε τη Θεά. Ο άνθρωπος όμως πώς να συναγωνιστεί τη θεότητα; Εκείνη σίγουρα ήξερε.
Πλούσιο, πολύχρωμο κι ευωδιαστό είχε στρώσει το σεντόνι της γης η Θεά. Σε κάθε βήμα, κι ο ζεστός αέρας επιτάχυνε αυτή την κίνηση, ένα κύμα αρώματος, εξαπολυόταν διαφορετικό κάθε φορά που τα πόδια τους ακουμπούσαν κάποιο από τα τόσα αρωματικά φυτά της γης. Ένα μεθυστικό μετακινούμενο αρωματικό σύννεφο τούς συνόδευε και ανηφόριζε μαζί τους. Μα αυτή τη φορά δεν είχαν ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να σταθούν, ν’ ανοίξουν διάπλατα τις αισθήσεις τους, να χωρέσουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν τις απολαύσεις ενός προχριστιανικού παραδείσου. Με κεφάλια σκυφτά μετρούσαν βιαστικά και προσεκτικά τα βήματα στο πετρώδες έδαφος. Το μυαλό τους ήταν κιόλας στη κορυφή. Στο ιερό όπου περίμεναν να δουν τα σημάδια από την απάντηση της Θεάς.
Η πομπή με θλίψη και ελπίδα είχε ανηφορίσει μέχρι εδώ. Μπροστά προχωρούσε το βασιλόπουλο στεφανωμένο με λουλούδια που μάζεψαν από τη γη. Εκείνος το είχε δεχτεί παλικαρίσια. Η εντολή της ιέρειας είχε μεγαλύτερη δύναμη κι από τη φωνή του βασιλιά πατέρα του κι από τη δική του θέληση να ζήσει. Ούτως ή άλλως ήταν χαμένοι. Τουλάχιστον ο δικός του θάνατος να έδινε ζωή στους άλλους. Προχωρούσε γι’ αυτό με βήματα ανάλαφρα για να παίρνουν κουράγιο και οι άλλοι μαζί του.
Η ιέρεια, με ρούχα που έσφιγγαν τη μέση και τόνιζαν το στήθος, ακολουθούσε, και έπονταν οι ιερείς με μακρές γενειάδες και χιτώνες που έφταναν ως τα δάχτυλα των ποδιών. Παραπίσω ανηφόριζε πλήθος πιστών κρατώντας μικρά και μεγάλα αγγεία με προσφορές: άλλα είχαν υγρά κι άλλα καρπούς από τη νέα σοδειά. Άλλοι μάζευαν φρέσκα λουλούδια να τα εναποθέσουν στο ξύλινο άγαλμα της θεότητας. Άλλοι ομοιώματα δικά τους ή της θεότητας να τα αφήσουν στο ιερό για να έχουν μόνιμα την προστασία της.
Στην κορυφή ο άνεμος στροβιλίζοντας παράσερνε το λιγοστό χώμα στο πετρώδες έδαφος, αφήνοντας τον ήχο που κάνει όταν σέρνεται το θυμωμένο φίδι. Με δυσκολία τους άφηνε να σταθούν στα πόδια τους.. Τα πουλιά είχαν λουφάξει στα δέντρα για να προστατευτούν κι αυτά από τη μανία του αέρα ή προαισθανόμενα ποιος ξέρει τι. Πολλές φορές οι άνθρωποι κι ιδιαίτερα οι ιερείς παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά τους, όπως κι όλων των ζώων εξάλλου. Όταν έφτασαν στο ιερό το σώμα τους ήταν κουρασμένο από την πολύωρη ανάβαση. Όταν όμως το βλέμμα περιηγήθηκε στο χώρο, νότια στο ναό και βόρεια στη θάλασσα, η ελπίδα παραμέρισε και την κούραση και το φόβο. Μέσα στη ζέστη του αέρα της Αφρικής και τη θολούρα της σκόνης που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα μόνο ένα μικρό μέρος του ορίζοντα ξεχώριζε προς το βορρά και άφηνε να φανεί η θάλασσα και το νησάκι μπροστά της που ήταν σα μικρογραφία της ίδιας της Κρήτης. Το φιδίσιο κορμί του νησιού απλωνόταν, έτσι φαινόταν από εδώ πάνω, σαν προμετωπίδα και εμπροσθοφυλακή σε κάθε επίδοξο εχθρό. Τώρα όμως ο εχθρός φαινόταν να έρχεται από τα νώτα τους.
Οι πιστοί εναπόθεσαν, με δέος και σεβασμό τις προσφορές τους στον προθάλαμο. Άλλες πήραν οι ιερείς και η ιέρεια και τα τοποθέτησαν στο ανατολικό δωμάτιο, πάνω στο βαθμιδωτό βωμό. Έπειτα στάθηκαν ήσυχα ήσυχα κοιτώντας αχόρταγα την ομορφιά του κόσμου που κινδύνευαν να χάσουν. Σε λίγο δεν ακουγόταν ψίθυρος. Μόνο η φωνή του αέρα που λυσσομανούσε κουβαλώντας ποιος ξέρει ποιες άγριες φοβέρες.
Ένας περίεργος θόρυβος τους έκανε να ανατριχιάσουν. Ένας θόρυβος που ήταν ταυτόχρονα τόσο σιγανός και εκκωφαντικός που προκαλούσε ανατριχίλες μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Οι άνθρωποι αντάλλαξαν ανησυχητικά βλέμματα. Κι όλοι έστρεψαν τα μάτια τους στο δεκαοχτάχρονο βασιλόπουλο. Η οργή κατά της Θεάς που διεκδικεί ένα τρυφερό σώμα για να ημερώσει το θυμό της μετατράπηκε σε ξαφνική βιασύνη. Κάθε σκέψη επικεντρώθηκε στην ατομική σωτηρία.
Το βασιλόπουλο γύρισε και κοίταξε το πλήθος. Ήξερε το χρέος του. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έπειτα έφερε το δεξί του χέρι στον αριστερό ώμο. Με σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια έπειτα έκανε σιγά μεταβολή και μπήκε στη δεξιά αίθουσα του ιερού. Οι ιερείς έπλυναν τελετουργικά τα χέρια τους στο νερό που είχαν οι δυο γούρνες στο διάδρομο έξω από το κεντρικό δωμάτιο και μπήκαν μέσα. Σε λίγο ακούστηκαν σιγανοί μελωδικοί ύμνοι προς τιμήν της θεάς. Η ένταση της φωνής, όσο προχωρούσε η ώρα, όλο και δυνάμωνε. Δύσκολα μπορούσαν να κρύψουν το τρέμουλο στη φωνή τους. Όταν σταμάτησαν, η ιέρεια βγήκε πρώτη και την ακολούθησαν οι δύο ιερείς. Στο χέρι της κρατούσε ένα μεγάλο χάλκινο μαχαίρι. Εισήλθαν από την πόρτα στο διπλανό, δυτικό δωμάτιο. Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτε. Κι έπειτα ένα ουρλιαχτό διαπέρασε την τεταμένη σιωπή. Το ξίφος είχε χωθεί στο σώμα του νέου στο μέρος της καρδιάς.
Τώρα όλοι γεμάτοι δέος περίμεναν να δουν την απάντηση της θεάς στην αγωνία τους. Πριν καλά καλά το καταλάβουν, η γη άρχισε να περπατά ανάμεσά τους κι οι αποστάσεις άλλοτε μεγάλωναν κι άλλοτε μίκραιναν τόσο που έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο. Ένα ανατριχιαστικό σφύριγμα όμοιο με του φιδιού που επιτίθεται συνοδεύτηκε από ένα υπόκωφο κρότο. Ύστερα όλα άρχισαν να χάνονται. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ένας ιερέας πρόβαλε στην είσοδο του ιερού κρατώντας στο ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής το αίμα του θυσιασμένου ανθρώπου, προσπαθώντας ν’ αντλήσει δύναμη απ’ αυτό για τη σωτηρία του. Δεν πρόλαβε. Ο σεισμός τον έριξε στο πάτωμα του διάδρομου, μπροστά στα τρία δωμάτια του ιερού, ενώ πάνω του στοιβάζονταν τα ερείπιά του. Κάτω από τα ίδια ερείπια στο δυτικό δωμάτιο καταπλακώθηκαν ένας ήδη νεκρός και δυο ζωντανοί ιερείς που βρήκαν το θάνατο από τα δοκάρια της οροφής. Η θεότητα μ’ αυτό τον τρόπο απάντησε στις παρακλήσεις τους: δεν είχε δεχτεί την ικεσία τους.
Τόσοι άνθρωποι χάθηκαν εκείνη τη μέρα: στο ιερό στους πρόποδες του Γιούχτα, στα μεγάλα μινωικά ανάκτορα, στις πλούσιες επαύλεις, στις αγροικίες των απλών ανθρώπων. Ήταν η πρώτη μεγάλη καταστροφή του μινωικού κόσμου. Ο θάνατος του νέου είναι ο μόνος που μπορούμε να διαπιστώσουμε από εκείνον το χαλασμό μετά από χιλιάδες χρόνια.
Χιλιετίες μετά στέκομαι γεμάτη δέος στον ίδιο χώρο που πριν από λίγα χρόνια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Υψώνω το βλέμμα μου στο ίδιο βουνό, ατενίζω την ίδια θάλασσα, αγγίζω τις ίδιες πέτρες. Κάποια απ΄ αυτές θα έφερε θανάσιμο αποτέλεσμα.
Μια άσκοπη θυσία, σκέφτομαι. Μια ζωή που προσφέρθηκε ανώφελα. Μια ζωή που ούτως ή άλλως θα χανόταν. Μια φωνή που κραυγάζει παρ’ όλα αυτά για τη δύναμη της αυτοθυσίας. Για χαμένες μάχες. Για χαμένους αγώνες. Αλλά για κερδισμένες ζωές: εκείνες στις οποίες ο χρόνος χαρίζει την αιωνιότητα.
Αναζητώ τα σημάδια του σώματος πάνω στο χώμα, το αίμα που τρέχει. Στα αυτιά μου αντηχεί ακόμα η κραυγή του νέου ζητώντας δικαίωση. Κοιτάζω το ξύλινο πλαίσιο που καλύπτει την αρχαία τράπεζα της θυσίας. Σκεπασμένη με ένα πλαστικό διάφανο κάλυμμα, καθώς ο ήλιος το χτυπά κάθετα κι ανεβάζει τη θερμοκρασία, τρίζει ρυθμικά από τις συστολές και τις διαστολές.
Μια στιγμή μια παρανοϊκή ιδέα περνά από το μυαλό μου. Οι χτύποι της καρδιάς του νέου, με το σπαθί καρφωμένο πάνω της, αντηχούν με το τρίξιμο του καλύμματος.
Στο τελευταίο σπαρτάρισμα του σώματος ένιωσε μια άλλη κίνηση να την ωθεί.
Λες κι ο νεκρός είχε μετανιώσει κι ήθελε να φύγει.
Ή μήπως η θεά δεν ήθελε ν’ ακούσει τις προσευχές τους;
Το πλήθος που είχε μαζευτεί εκείνη τη μέρα στο ιερό στα Ανεμόσπηλια έδειχνε φανερά τη ανησυχία του. Είχε ανηφορίσει με πολύ κόπο το δύσβατο μονοπάτι μετά τις παροτρύνσεις των ιερειών και των ιερέων. Βασανιστικά όνειρα τους ταλαιπωρούσαν τη νύχτα. Έβλεπαν να φτάνει μια μεγάλη καταστροφή. Σκέφτηκαν να εξιλεώσουν τη Μεγάλη θεά προσφέροντάς της αυτή τη φορά ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: όχι μόνο τους καρπούς από τις σοδειές τους, όχι το ιερό τους ζώο, τον ταύρο, το σύμβολο της γονιμότητας, το αγαπημένο τους ζώο, αλλά το πιο αγαπημένο μέλος της κοινότητάς τους. Κι όχι οποιοδήποτε: το γιο του ίδιου του βασιλιά! Όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να θυμηθούν τι είχαν ξεχάσει, πού έσφαλαν, τι έπραξαν που στεναχώρησε και δυσαρέστησε τη Θεά. Ο άνθρωπος όμως πώς να συναγωνιστεί τη θεότητα; Εκείνη σίγουρα ήξερε.
Πλούσιο, πολύχρωμο κι ευωδιαστό είχε στρώσει το σεντόνι της γης η Θεά. Σε κάθε βήμα, κι ο ζεστός αέρας επιτάχυνε αυτή την κίνηση, ένα κύμα αρώματος, εξαπολυόταν διαφορετικό κάθε φορά που τα πόδια τους ακουμπούσαν κάποιο από τα τόσα αρωματικά φυτά της γης. Ένα μεθυστικό μετακινούμενο αρωματικό σύννεφο τούς συνόδευε και ανηφόριζε μαζί τους. Μα αυτή τη φορά δεν είχαν ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να σταθούν, ν’ ανοίξουν διάπλατα τις αισθήσεις τους, να χωρέσουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν τις απολαύσεις ενός προχριστιανικού παραδείσου. Με κεφάλια σκυφτά μετρούσαν βιαστικά και προσεκτικά τα βήματα στο πετρώδες έδαφος. Το μυαλό τους ήταν κιόλας στη κορυφή. Στο ιερό όπου περίμεναν να δουν τα σημάδια από την απάντηση της Θεάς.
Η πομπή με θλίψη και ελπίδα είχε ανηφορίσει μέχρι εδώ. Μπροστά προχωρούσε το βασιλόπουλο στεφανωμένο με λουλούδια που μάζεψαν από τη γη. Εκείνος το είχε δεχτεί παλικαρίσια. Η εντολή της ιέρειας είχε μεγαλύτερη δύναμη κι από τη φωνή του βασιλιά πατέρα του κι από τη δική του θέληση να ζήσει. Ούτως ή άλλως ήταν χαμένοι. Τουλάχιστον ο δικός του θάνατος να έδινε ζωή στους άλλους. Προχωρούσε γι’ αυτό με βήματα ανάλαφρα για να παίρνουν κουράγιο και οι άλλοι μαζί του.
Η ιέρεια, με ρούχα που έσφιγγαν τη μέση και τόνιζαν το στήθος, ακολουθούσε, και έπονταν οι ιερείς με μακρές γενειάδες και χιτώνες που έφταναν ως τα δάχτυλα των ποδιών. Παραπίσω ανηφόριζε πλήθος πιστών κρατώντας μικρά και μεγάλα αγγεία με προσφορές: άλλα είχαν υγρά κι άλλα καρπούς από τη νέα σοδειά. Άλλοι μάζευαν φρέσκα λουλούδια να τα εναποθέσουν στο ξύλινο άγαλμα της θεότητας. Άλλοι ομοιώματα δικά τους ή της θεότητας να τα αφήσουν στο ιερό για να έχουν μόνιμα την προστασία της.
Στην κορυφή ο άνεμος στροβιλίζοντας παράσερνε το λιγοστό χώμα στο πετρώδες έδαφος, αφήνοντας τον ήχο που κάνει όταν σέρνεται το θυμωμένο φίδι. Με δυσκολία τους άφηνε να σταθούν στα πόδια τους.. Τα πουλιά είχαν λουφάξει στα δέντρα για να προστατευτούν κι αυτά από τη μανία του αέρα ή προαισθανόμενα ποιος ξέρει τι. Πολλές φορές οι άνθρωποι κι ιδιαίτερα οι ιερείς παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά τους, όπως κι όλων των ζώων εξάλλου. Όταν έφτασαν στο ιερό το σώμα τους ήταν κουρασμένο από την πολύωρη ανάβαση. Όταν όμως το βλέμμα περιηγήθηκε στο χώρο, νότια στο ναό και βόρεια στη θάλασσα, η ελπίδα παραμέρισε και την κούραση και το φόβο. Μέσα στη ζέστη του αέρα της Αφρικής και τη θολούρα της σκόνης που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα μόνο ένα μικρό μέρος του ορίζοντα ξεχώριζε προς το βορρά και άφηνε να φανεί η θάλασσα και το νησάκι μπροστά της που ήταν σα μικρογραφία της ίδιας της Κρήτης. Το φιδίσιο κορμί του νησιού απλωνόταν, έτσι φαινόταν από εδώ πάνω, σαν προμετωπίδα και εμπροσθοφυλακή σε κάθε επίδοξο εχθρό. Τώρα όμως ο εχθρός φαινόταν να έρχεται από τα νώτα τους.
Οι πιστοί εναπόθεσαν, με δέος και σεβασμό τις προσφορές τους στον προθάλαμο. Άλλες πήραν οι ιερείς και η ιέρεια και τα τοποθέτησαν στο ανατολικό δωμάτιο, πάνω στο βαθμιδωτό βωμό. Έπειτα στάθηκαν ήσυχα ήσυχα κοιτώντας αχόρταγα την ομορφιά του κόσμου που κινδύνευαν να χάσουν. Σε λίγο δεν ακουγόταν ψίθυρος. Μόνο η φωνή του αέρα που λυσσομανούσε κουβαλώντας ποιος ξέρει ποιες άγριες φοβέρες.
Ένας περίεργος θόρυβος τους έκανε να ανατριχιάσουν. Ένας θόρυβος που ήταν ταυτόχρονα τόσο σιγανός και εκκωφαντικός που προκαλούσε ανατριχίλες μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Οι άνθρωποι αντάλλαξαν ανησυχητικά βλέμματα. Κι όλοι έστρεψαν τα μάτια τους στο δεκαοχτάχρονο βασιλόπουλο. Η οργή κατά της Θεάς που διεκδικεί ένα τρυφερό σώμα για να ημερώσει το θυμό της μετατράπηκε σε ξαφνική βιασύνη. Κάθε σκέψη επικεντρώθηκε στην ατομική σωτηρία.
Το βασιλόπουλο γύρισε και κοίταξε το πλήθος. Ήξερε το χρέος του. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έπειτα έφερε το δεξί του χέρι στον αριστερό ώμο. Με σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια έπειτα έκανε σιγά μεταβολή και μπήκε στη δεξιά αίθουσα του ιερού. Οι ιερείς έπλυναν τελετουργικά τα χέρια τους στο νερό που είχαν οι δυο γούρνες στο διάδρομο έξω από το κεντρικό δωμάτιο και μπήκαν μέσα. Σε λίγο ακούστηκαν σιγανοί μελωδικοί ύμνοι προς τιμήν της θεάς. Η ένταση της φωνής, όσο προχωρούσε η ώρα, όλο και δυνάμωνε. Δύσκολα μπορούσαν να κρύψουν το τρέμουλο στη φωνή τους. Όταν σταμάτησαν, η ιέρεια βγήκε πρώτη και την ακολούθησαν οι δύο ιερείς. Στο χέρι της κρατούσε ένα μεγάλο χάλκινο μαχαίρι. Εισήλθαν από την πόρτα στο διπλανό, δυτικό δωμάτιο. Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτε. Κι έπειτα ένα ουρλιαχτό διαπέρασε την τεταμένη σιωπή. Το ξίφος είχε χωθεί στο σώμα του νέου στο μέρος της καρδιάς.
Τώρα όλοι γεμάτοι δέος περίμεναν να δουν την απάντηση της θεάς στην αγωνία τους. Πριν καλά καλά το καταλάβουν, η γη άρχισε να περπατά ανάμεσά τους κι οι αποστάσεις άλλοτε μεγάλωναν κι άλλοτε μίκραιναν τόσο που έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο. Ένα ανατριχιαστικό σφύριγμα όμοιο με του φιδιού που επιτίθεται συνοδεύτηκε από ένα υπόκωφο κρότο. Ύστερα όλα άρχισαν να χάνονται. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ένας ιερέας πρόβαλε στην είσοδο του ιερού κρατώντας στο ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής το αίμα του θυσιασμένου ανθρώπου, προσπαθώντας ν’ αντλήσει δύναμη απ’ αυτό για τη σωτηρία του. Δεν πρόλαβε. Ο σεισμός τον έριξε στο πάτωμα του διάδρομου, μπροστά στα τρία δωμάτια του ιερού, ενώ πάνω του στοιβάζονταν τα ερείπιά του. Κάτω από τα ίδια ερείπια στο δυτικό δωμάτιο καταπλακώθηκαν ένας ήδη νεκρός και δυο ζωντανοί ιερείς που βρήκαν το θάνατο από τα δοκάρια της οροφής. Η θεότητα μ’ αυτό τον τρόπο απάντησε στις παρακλήσεις τους: δεν είχε δεχτεί την ικεσία τους.
Τόσοι άνθρωποι χάθηκαν εκείνη τη μέρα: στο ιερό στους πρόποδες του Γιούχτα, στα μεγάλα μινωικά ανάκτορα, στις πλούσιες επαύλεις, στις αγροικίες των απλών ανθρώπων. Ήταν η πρώτη μεγάλη καταστροφή του μινωικού κόσμου. Ο θάνατος του νέου είναι ο μόνος που μπορούμε να διαπιστώσουμε από εκείνον το χαλασμό μετά από χιλιάδες χρόνια.
Χιλιετίες μετά στέκομαι γεμάτη δέος στον ίδιο χώρο που πριν από λίγα χρόνια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Υψώνω το βλέμμα μου στο ίδιο βουνό, ατενίζω την ίδια θάλασσα, αγγίζω τις ίδιες πέτρες. Κάποια απ΄ αυτές θα έφερε θανάσιμο αποτέλεσμα.
Μια άσκοπη θυσία, σκέφτομαι. Μια ζωή που προσφέρθηκε ανώφελα. Μια ζωή που ούτως ή άλλως θα χανόταν. Μια φωνή που κραυγάζει παρ’ όλα αυτά για τη δύναμη της αυτοθυσίας. Για χαμένες μάχες. Για χαμένους αγώνες. Αλλά για κερδισμένες ζωές: εκείνες στις οποίες ο χρόνος χαρίζει την αιωνιότητα.
Αναζητώ τα σημάδια του σώματος πάνω στο χώμα, το αίμα που τρέχει. Στα αυτιά μου αντηχεί ακόμα η κραυγή του νέου ζητώντας δικαίωση. Κοιτάζω το ξύλινο πλαίσιο που καλύπτει την αρχαία τράπεζα της θυσίας. Σκεπασμένη με ένα πλαστικό διάφανο κάλυμμα, καθώς ο ήλιος το χτυπά κάθετα κι ανεβάζει τη θερμοκρασία, τρίζει ρυθμικά από τις συστολές και τις διαστολές.
Μια στιγμή μια παρανοϊκή ιδέα περνά από το μυαλό μου. Οι χτύποι της καρδιάς του νέου, με το σπαθί καρφωμένο πάνω της, αντηχούν με το τρίξιμο του καλύμματος.
Στο τελευταίο σπαρτάρισμα του σώματος ένιωσε μια άλλη κίνηση να την ωθεί.
Λες κι ο νεκρός είχε μετανιώσει κι ήθελε να φύγει.
Ή μήπως η θεά δεν ήθελε ν’ ακούσει τις προσευχές τους;