ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Ο ΧΩΡΟΣ
Κρήτη τις γαῖ᾽ ἔστι, μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
καλὴ καὶ πίειρα, περίρρυτος: ἐν δ᾽ ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, καὶ ἐΡΟΣννήκοντα πόληες. 175ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη: ἐν μὲν Ἀχαιοί, ἐν δ᾽ Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δὲ Κύδωνες, Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί. τῇσι δ᾽ ἐνὶ Κνωσός, μεγάλη πόλις, ἔνθα τε Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής, 180πατρὸς ἐμοῖο πατήρ, μεγαθύμου Δευκαλίωνος Δευκαλίων δ᾽ ἐμὲ τίκτε καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα: Ομήρου, Οδύσσεια, τ |
Κάτασπρο γιασεμί
Και μυ- και μυ- Και μυστικέ μου Αποσπερίτη Πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη και μη και μη Και μη ρωτάτε το γιατί Οδ.Ελύτη, Τα ρω του έρωτα, Ελένη |
|
Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ’ απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.
Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα. Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει. Οδ. Ελύτη, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Πέμπτη, 7Μ |
Ναοί στο σχήμα του ουρανού Οδυσσέας Ελύτης |
|
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ΄ ακλουθούν κορίτσια κυανά Κι αλογάκια πέτρινα. Με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο. Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν Από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού Άγιος, άγιος φωνάζοντας. Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας Αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης Μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο. Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι. Οδυσσέας Ελύτης, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΤΑ ΠΑΘΗ, ΙΗ΄ |
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι των παλαιών μου θαλασσών
φρουροί και κλειδοκράτορες εσείς που κατέχετε το μυστικό
σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι Στα μάτια ένα δελφίνι
συρετέ μου να 'ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να 'ναι η ώρα έντεκα!
…………
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι των παλαιών μου θαλασσών
φρουροί και κλειδοκράτορες εσείς που κατέχετε το μυστικό
στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου και σταυρώσετέ μου την
με το δελφίνι Το σημείο που είμαι: αλήθεια ο ίδιος με την πρώτη νεότητα
ν' ανεβώ στο γλαυκό τ' ουρανού - κι εκεί να εξουσιάσω!
Οδ. Ελύτης,Άξιον εστί, Τα πάθη, ΙΒ΄
Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου
Οδυσσέας Ελύτης, ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Ιερό κορυφής στο Γιούχτα
Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.
Οδ. Ελύτης, Το Άξιον εστί, «Τα πάθη», Ε΄, 1-4. 1959. Ποιήματα. Ίκαρος, 2002. 145.
Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.
Οδ. Ελύτης, Το Άξιον εστί, «Τα πάθη», Ε΄, 1-4. 1959. Ποιήματα. Ίκαρος, 2002. 145.
Ανεμόσπηλια: το δυτικό δωμάτιο της θυσίας
Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
Και από το μέρος τ’ ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις
Και στην πλάκα επάνω του βωμού θυσίασε το σώμα
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΔ΄Οδυσσέας Ελύτης
Ανεμόσπηλια στους βόρειους πρόποδες του Γιούχτα: ο τριμερής ναός
Θέ μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες!
Οδ. Ελύτης, Άξιον εστ, ίΤα πάθη, δ’
Θέ μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες!
Οδ. Ελύτης, Άξιον εστ, ίΤα πάθη, δ’
Ζώμινθος
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Οδ. Ελύτης, Μονόγραμμα
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Οδ. Ελύτης, Μονόγραμμα
Ο Γιούχτας (από το Φουρνί)
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Οδ. Ελύτης, Μονόγραμμα
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Οδ. Ελύτης, Μονόγραμμα
Μες στο βαθύ ουρανό
Κάθε βουνό και η υπογραφή του.
Οδ. Ελύτη, Εκ του πλησίον
Κάθε βουνό και η υπογραφή του.
Οδ. Ελύτη, Εκ του πλησίον
Μόνος εκόλπωσα τις ευωδιές
Επάνω στον αγρό με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά με κόκκινο
Οδ. Ελύτης, Το Άξιον εστί, Τα πάθη, Δ
Επάνω στον αγρό με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά με κόκκινο
Οδ. Ελύτης, Το Άξιον εστί, Τα πάθη, Δ
Καρφί
Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ’ αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ’ αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
ΑΥΤΟΣ
Ο κόσμος ο μικρός , ο μέγας!
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί
Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ’ αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ’ αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
ΑΥΤΟΣ
Ο κόσμος ο μικρός , ο μέγας!
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ’ τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ’ όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις
κι απ’ τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ’ όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις
Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει
κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου
τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν
απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων
το βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα
τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας
τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα
Οδ. Ελύτης,Άξιον εστί, Δοξαστικόν
κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου
τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν
απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων
το βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα
τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας
τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα
Οδ. Ελύτης,Άξιον εστί, Δοξαστικόν
Σπήλαιο Σκοτεινού
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και πού τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
Οδυσσέας Ελύτης. Το μονόγραμμα (1971)
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και πού τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
Οδυσσέας Ελύτης. Το μονόγραμμα (1971)
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις
και στροφή γύρω του κάνοντας μ” ανοιχτές παλάμες έσπειρε
φλόμους κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ” αστέρια
τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής
και υπεροχή και δύναμη
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Οδυσσέας Ελύτης, Άγιον Εστί, Γένεσις
φλόμους κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ” αστέρια
τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής
και υπεροχή και δύναμη
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Οδυσσέας Ελύτης, Άγιον Εστί, Γένεσις
Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν
τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί
τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί
Άδικα των αδίκων
Το αμύγδαλο του κόσμου
Πάλλει μες στα φυλλώματα
Του παραδείσου ερήμην
Πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
Από κάποιο τέλειο επίτευγμα
Ώσπου τέλος μου απομένουν
Δυο τρεις ορθές κολόνες και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ‘λεγες Κρητομινωική (εάν στο μεταξύ
Δεν μου είχαν απαλείψει
Τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
Σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
Ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
Οδ. Ελύτη, Τρία Ποιήματα, το αμύγδαλο του κόσμου
Το αμύγδαλο του κόσμου
Πάλλει μες στα φυλλώματα
Του παραδείσου ερήμην
Πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
Από κάποιο τέλειο επίτευγμα
Ώσπου τέλος μου απομένουν
Δυο τρεις ορθές κολόνες και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ‘λεγες Κρητομινωική (εάν στο μεταξύ
Δεν μου είχαν απαλείψει
Τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
Σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
Ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
Οδ. Ελύτη, Τρία Ποιήματα, το αμύγδαλο του κόσμου
Μια σταγόνα υδραργύρου εξατμίστηκεν η σελήνη στον ουρανό,στα χωράφια της γης έβρεξε αστέριακ’ η Κνωσός εξαφανίζεται, βυθίζεται μέσα μου, -αχ, η ζωή χάθηκεν από τα μάτια αυτά που κατεβαίνουν κατά τη θάλασσαπάνω από στέγες μ’ ανεμοδείχτες και κάμπους μες χρυσά σει-ρήτια από σπάρτα.Σε μια διάπυρη λάβα λειώσανε τα πάθη μας:σε κοιτάζω κρατώντας σε στα σκέλια μου:ο κόσμος μπορεί να πεθάνη.Ένας τραγικός πρίγκηπας υψώνει τα χέρια στους ουρανούς∙ανάμεσα από τα χέρια του βούισε μια χρυσόμυγα ύστερα, ο κόσμος πέθανε. Είχαμε ξανακατεβεί στην αγορά.
Άρης Δικταίος, Ανθολόγιο στην ποίησή του,
ΔΕΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ2
Από τη συλλογή ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Επιμέλεια Ντίνος Κωνσταντόπουλος
Εκδόσεις Δοκιμάκης
Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλο- πάτια κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογ- γίτικο μπαρούτι.
Γ. Ρίτσος από τα Ποιήματα 1930-1960, B΄, Kέδρος 1961) Ρωμιοσύνη
Γ. Ρίτσος από τα Ποιήματα 1930-1960, B΄, Kέδρος 1961) Ρωμιοσύνη
Το Παλάτι της Κνωσού δεν πρέπει να το φανταστούμε σαν ένα μεγάλο κανονικό χτίριο, παρά σαν μια μικρή πολιτεία. Είχε κι αυτό τους δρόμους του, τις πλατείες, τους ναούς, το θέατρο και τα πάρκα, με πλήθος παράξενα λουλούδια και δέντρα –φοινικιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές- και με παγώνια, μαϊμούδες, καναρίνια και πέρδικες.
Είχε ακόμα το Παλάτι τα αργαστήρια του, όπου δούλευαν κάθε λογής καλλιτέχνες, άλλοι ζωγράφοι, άλλοι γλύπτες, χαράκτες, ξυλουργοί, τυπογράφοι. Περίφημα σε όλο τον τότε κόσμο ήταν τα αργαστήρια της αγγειοπλαστικής. Από το Παλάτι της Κνωσού έβγαιναν και διαδίδουνταν στα πέρατα της Μεσογείου τα λαμπρότατα αγγεία με τις εξαίσιες ζωγραφιές: λουλούδια, κοχύλια, σουπιές, χταπόδια ή με αναγλυφικές παραστάσεις ταύρων και γυμναστικών αγώνων.
Το Παλάτι είχε ακόμα τα πατητήρια του, τα λιοτριβειά, τα υφαντουργεία, τα βαφεία, τα χρυσοχοεία, τα χαλκουργειά. Κάθε εργοστάσιο είχε και τη δική του σφραγίδα και σφράγιζε ό,τι έφκιαχνε τα υφαντουργεία είχαν στη σφραγίδα τους μιαν αράχνη, τα λιοτριβειά ένα φύλλο ελιάς, τα τυπογραφεία ένα κρίνο.
Το Παλάτι είχε και το σκολειό του μια κάμαρα βορειανατολικά του παλατιού, με πέτρινους πάγκους τριγύρω. Στο βάθος υψωνόταν η έδρα του δασκάλου και μπροστά της χαμηλότερα, μια άλλη έδρα. Στη χαμηλότερη τούτη έδρα ανέβαινε ο μαθητής, κρατούσε μαλακό πηλό κι απάνω του μάθαινε να χαράζει τα παράξενα σημάδια της κρητικής γραφής. Αν έκανε λάθος, τα ‘σβηνε μαλάζοντας τον πηλό και χάραζε άλλα.
N. Kαζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Είχε ακόμα το Παλάτι τα αργαστήρια του, όπου δούλευαν κάθε λογής καλλιτέχνες, άλλοι ζωγράφοι, άλλοι γλύπτες, χαράκτες, ξυλουργοί, τυπογράφοι. Περίφημα σε όλο τον τότε κόσμο ήταν τα αργαστήρια της αγγειοπλαστικής. Από το Παλάτι της Κνωσού έβγαιναν και διαδίδουνταν στα πέρατα της Μεσογείου τα λαμπρότατα αγγεία με τις εξαίσιες ζωγραφιές: λουλούδια, κοχύλια, σουπιές, χταπόδια ή με αναγλυφικές παραστάσεις ταύρων και γυμναστικών αγώνων.
Το Παλάτι είχε ακόμα τα πατητήρια του, τα λιοτριβειά, τα υφαντουργεία, τα βαφεία, τα χρυσοχοεία, τα χαλκουργειά. Κάθε εργοστάσιο είχε και τη δική του σφραγίδα και σφράγιζε ό,τι έφκιαχνε τα υφαντουργεία είχαν στη σφραγίδα τους μιαν αράχνη, τα λιοτριβειά ένα φύλλο ελιάς, τα τυπογραφεία ένα κρίνο.
Το Παλάτι είχε και το σκολειό του μια κάμαρα βορειανατολικά του παλατιού, με πέτρινους πάγκους τριγύρω. Στο βάθος υψωνόταν η έδρα του δασκάλου και μπροστά της χαμηλότερα, μια άλλη έδρα. Στη χαμηλότερη τούτη έδρα ανέβαινε ο μαθητής, κρατούσε μαλακό πηλό κι απάνω του μάθαινε να χαράζει τα παράξενα σημάδια της κρητικής γραφής. Αν έκανε λάθος, τα ‘σβηνε μαλάζοντας τον πηλό και χάραζε άλλα.
N. Kαζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Ο θρόνος ήταν από καθαρό αλάβαστρο , σκαλισμένος με τέχνη κι ίσια ίσια που χωρούσε το σώμα ενούς ανθρώπου. Δεξιά κι αριστερά στον τοίχο απλώνουνταν δυο μεγάλες τοιχογραφίες: Υψηλά κρίνα και σύννεφα ήταν ζωγραφισμένα κι ανάμεσα στα κρίνα ήταν ξαπλωμένο ένα θεριό παράξενο, μεγάλο σα λιοντάρι, με χαίτη από φτερά παγωνιού. Είχε σηκωμένη τη στρουφηχτή ουρά του και με όρθιο το μυτερό κεφάλι κοίταζε το βασιλικό θρόνο.
Νίκος Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Νίκος Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Ψαλμωδίες ακούστηκαν και ήχος από μεταλλικά σείστρα που ζύγωναν.
…
Είναι η δοξολογία για το θέρος που τέλειωσε.
…
Κάθε χρόνο έβλεπαν την τελετή αυτή, μα ποτέ δεν μπορούσαν να την ποχορτάσουν. Η μουσική, οι ψαλμωδίες, οι εργάτες και χωριάτες, που τραγουδούσαν κι αυτοί και κρατούσαν το ίσο, τους μεθούσαν πάντα από χαρά.
…
Η πομπή με γρήγορα βήματα ζυγώνει, θαρρείς και τρέχουν. Ο ιερέας ντυμένος με μαλλιαρή προβιά προβάτου, τρέχει μπροστά και κρατά στα χέρια το σείστρο, ένα τριγωνικό σίδερο, και το χτυπά ρυθμικά μ’ ένα σιδερένιο ραβδί∙ έχει το στόμα ολάνοιχτο και ψέλνει με δυνατή φωνή τον ευχαριστήριο ύμνο στη Μεγάλη Θεά, που έδωκε το σιτάρι στους ανθρώπους:
Μάνα Μεγάλη του σταριού
Με τα’ άσπρο περιστέρι,
Έμπα στα σπίτια μας Κυρά
Με το ψωμί στο χέρι!
Και πίσω οι θεριστάδες ακλουθούν τρεχάτοι, και καθένας κρατούσε στους ώμους του το ξύλινο τρικράνι που λίχνιζε. Ένας από την πολλή βιάση του έχει μπερδευτεί στα πόδια των άλλων κι έχει κυλιστεί χάμω. Μερικοί στρέφουνται, τον κοιτάζουν και γελούν. Μα τόσο είναι συνεπαρμένοι από τον ύμνο στη Θεά, που κανένας δε σκύβει να τον ανασηκώσει.
Ο ιερέας έχει σηκώσει τώρα το χέρι και φωνάζει:
_Εμπρός! Εμπρός! Μη σταματάτε!
…
Η πομπή χάθηκε στην άκρα του δρόμου, προς το Παλάτι
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
…
Είναι η δοξολογία για το θέρος που τέλειωσε.
…
Κάθε χρόνο έβλεπαν την τελετή αυτή, μα ποτέ δεν μπορούσαν να την ποχορτάσουν. Η μουσική, οι ψαλμωδίες, οι εργάτες και χωριάτες, που τραγουδούσαν κι αυτοί και κρατούσαν το ίσο, τους μεθούσαν πάντα από χαρά.
…
Η πομπή με γρήγορα βήματα ζυγώνει, θαρρείς και τρέχουν. Ο ιερέας ντυμένος με μαλλιαρή προβιά προβάτου, τρέχει μπροστά και κρατά στα χέρια το σείστρο, ένα τριγωνικό σίδερο, και το χτυπά ρυθμικά μ’ ένα σιδερένιο ραβδί∙ έχει το στόμα ολάνοιχτο και ψέλνει με δυνατή φωνή τον ευχαριστήριο ύμνο στη Μεγάλη Θεά, που έδωκε το σιτάρι στους ανθρώπους:
Μάνα Μεγάλη του σταριού
Με τα’ άσπρο περιστέρι,
Έμπα στα σπίτια μας Κυρά
Με το ψωμί στο χέρι!
Και πίσω οι θεριστάδες ακλουθούν τρεχάτοι, και καθένας κρατούσε στους ώμους του το ξύλινο τρικράνι που λίχνιζε. Ένας από την πολλή βιάση του έχει μπερδευτεί στα πόδια των άλλων κι έχει κυλιστεί χάμω. Μερικοί στρέφουνται, τον κοιτάζουν και γελούν. Μα τόσο είναι συνεπαρμένοι από τον ύμνο στη Θεά, που κανένας δε σκύβει να τον ανασηκώσει.
Ο ιερέας έχει σηκώσει τώρα το χέρι και φωνάζει:
_Εμπρός! Εμπρός! Μη σταματάτε!
…
Η πομπή χάθηκε στην άκρα του δρόμου, προς το Παλάτι
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού
Θα φτιάξω τις αίθουσες των αρχόντων έτσι ώστε να μπορούν να μεγαλώνουν και να μικραίνουν ανάλογα με τη μέρα και την τελετή που θα γίνεται εκεί, να κλείνουν και να ανοίγουν στο φως και τον αέρα, αίθουσες σν ζωντανές, σαν μεγάλα ωραία ζώα που πότε τεντώνονται στον ήλιο και πότε κουλουριάζονται δίπλα στη φωτιά της εστίας.
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
Οι σκιές έτρεχαν να τυλίξουν τον πέτρινο όγκο, αφήνοντας φωτεινή μόνο τη γραμμή της κορυφής που έμοιαζε με το κεφάλι ενός άνδρα ξαπλωμένου με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω. Μέσα στο βαθύ μενεξελί του ουρανού, διαγραφόταν σκοτεινή η μορφή του θεού που κοίταζε τα αστέρια.
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
(για το Γιούχτα)
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
(για το Γιούχτα)
Μίνω δέ φασιν ἐπινείῳ χρήσασθαι τῷ Ἀμνισῷ, ὅπου τὸ τῆς Εἰλειθυίας ἱερόν. ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ Κνωσσὸς Καίρατος πρότερον ὁμώνυμος τῷ παραρρέοντι ποταμῷ. ἱστόρηται δ᾽ ὁ Μίνως νομοθέτης γενέσθαι σπουδαῖος θαλαττοκρατῆσαί τε πρῶτος, τριχῆ δὲ διελὼν τὴν νῆσον ἐν ἑκάστῳ τῷ μέρει κτίσαι πόλιν, τὴν μὲν Κνωσσὸν ἐν τῷ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . καταντικρὺ τῆς Πελοποννήσου:
Strabo, Geography [8] |
[5] πλησίον δὲ ᾠκοδόμητο ναὸς Εἰλειθυίας, ἣν ἐλθοῦσαν ἐξ Ὑπερβορέων ἐς Δῆλον γενέσθαι βοηθὸν ταῖς Λητοῦς ὠδῖσι, τοὺς δὲ ἄλλους παρ᾽ αὐτῶν φασι τῆς Εἰλειθυίας μαθεῖν τὸ ὄνομα: καὶ θύουσί τε Εἰλειθυίᾳ Δήλιοι καὶ ὕμνον ᾁδουσιν Ὠλῆνος. Κρῆτες δὲ χώρας τῆς Κνωσσίας ἐν Ἀμνισῷ γενέσθαι νομίζουσιν Εἰλείθυιαν καὶ παῖδα Ἥρας εἶναι: μόνοις δὲ Ἀθηναίοις τῆς Εἰλειθυίας κεκάλυπται τὰ ξόανα ἐς ἄκρους τοὺς πόδας. τὰ μὲν δὴ δύο εἶναι Κρητικὰ καὶ Φαίδρας ἀναθήματα ἔλεγον αἱ γυναῖκες, τὸ δὲ ἀρχαιότατον Ἐρυσίχθονα ἐκ Δήλου κομίσαι.
ΠΑΥΣΑΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ |
•Apollod. 3.1.3 •Ἀστερίου δὲ ἄπαιδος ἀποθανόντος Μίνως βασιλεύειν θέλων Κρήτης ἐκωλύετο. φήσας δὲ παρὰ θεῶν τὴν βασιλείαν εἰληφέναι, τοῦ πιστευθῆναι χάριν ἔφη, ὅ τι ἂν εὔξηται, γενέσθαι. καὶ Ποσειδῶνι θύων ηὔξατο ταῦρον ἀναφανῆναι ἐκ τῶν βυθῶν, καταθύσειν ὑποσχόμενος τὸν φανέντα. τοῦ δὲ Ποσειδῶνος ταῦρον ἀνέντος αὐτῷ διαπρεπῆ τὴν βασιλείαν παρέλαβε, τὸν δὲ ταῦρον εἰς τὰ βουκόλια πέμψας ἔθυσεν ἕτερον. [ θαλασσοκρατήσας δὲ πρῶτος πασῶν τῶν νήσων σχεδὸν ἐπῆρξεν].
•[7] καὶ Τροιζῆνα διοδεύων ἐπιξενοῦται Πιτθεῖ τῷ Πέλοπος, ὃς τὸν χρησμὸν συνείς, μεθύσας αὐτὸν τῇ θυγατρὶ συγκατέκλινεν Αἴθρᾳ. τῇ δὲ αὐτῇ νυκτὶ καὶ Ποσειδῶν ἐπλησίασεν αὐτῇ. Αἰγεὺς δὲ ἐντειλάμενος Αἴθρᾳ, ἐὰν ἄρρενα γεννήσῃ, τρέφειν, τίνος ἐστὶ μὴ λέγουσαν, ἀπέλιπεν ὑπό τινα πέτραν μάχαιραν καὶ πέδιλα, εἰπών, ὅταν ὁ παῖς δύνηται τὴν πέτραν ἀποκυλίσας ἀνελέσθαι ταῦτα, τότε μετ᾽ αὐτῶν αὐτὸν ἀποπέμπειν. αὐτὸς δὲ ἧκεν εἰς Ἀθήνας, καὶ τὸν τῶν Παναθηναίων ἀγῶνα ἐπετέλει, ἐν ᾧ ὁ Μίνωος παῖς Ἀνδρόγεως ἐνίκησε πάντας. τοῦτον Αἰγεὺς ἐπὶ τὸν Μαραθώνιον ἔπεμψε ταῦρον, ὑφ᾽ οὗ διεφθάρη. ἔνιοι δὲ αὐτὸν λέγουσι πορευόμενον εἰς Θήβασἐπὶ τὸν Λαΐου ἀγῶνα πρὸς τῶν ἀγωνιστῶν ἐνεδρευθέντα διὰ φθόνον ἀπολέσθαι. Μίνως δέ, ἀγγελθέντος αὐτῷ τοῦ θανάτου, θύων ἐν Πάρῳ ταῖς χάρισι, τὸν μὲν στέφανον ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἔρριψε καὶ τὸν αὐλὸν κατέσχε, τὴν δὲ θυσίαν οὐδὲν ἧττον ἐπετέλεσεν: ὅθεν ἔτι καὶ δεῦρο χωρὶς αὐλῶν καὶ στεφάνων ἐν Πάρῳ θύουσι ταῖς χάρισι. •Apollod. 3.1.4
•8] μετ᾽ οὐ πολὺ δὲ θαλασσοκρατῶν ἐπολέμησε στόλῳ τὰς Ἀθήνας, καὶ Μέγαρα εἷλε Νίσου βασιλεύοντος τοῦ Πανδίονος, καὶ Μεγαρέα τὸν Ἱππομένους ἐξ Ὀγχηστοῦ Νίσῳ βοηθὸν ἐλθόντα ἀπέκτεινεν. ἀπέθανε δὲ καὶ Νῖσος διὰ θυγατρὸς προδοσίαν. ἔχοντι γὰρ αὐτῷ πορφυρέαν ἐν μέσῃ τῇ κεφαλῇ τρίχα ταύτης ἀφαιρεθείσης ἦν χρησμὸς τελευτῆσαι: ἡ δὲ θυγάτηρ αὐτοῦ Σκύλλα ἐρασθεῖσα Μίνωος ἐξεῖλε τὴν τρίχα. Μίνως δὲ Μεγάρων κρατήσας καὶ τὴν κόρην τῆς πρύμνης τῶν ποδῶν ἐκδήσας ὑποβρύχιον ἐποίησε. χρονιζομένου δὲ τοῦ πολέμου, μὴ δυνάμενος ἑλεῖν Ἀθήνας εὔχεται Διὶ παρ᾽ Ἀθηναίων λαβεῖν δίκας. γενομένου δὲ τῇ πόλει λιμοῦ τε καὶ λοιμοῦ. τὸ μὲν πρῶτον κατὰ λόγιον Ἀθηναῖοι παλαιὸν τὰς Ὑακίνθου κόρας, Ἀνθηίδα Αἰγληίδα Λυταίαν Ὀρθαίαν, ἐπὶ τὸν Γεραίστου τοῦ Κύκλωπος τάφον κατέσφαξαν: τούτων δὲ ὁ πατὴρ Ὑάκινθος ἐλθὼν ἐκ Λακεδαίμονος Ἀθήνας κατῴκει. ὡς δὲ οὐδὲν ὄφελος ἦν τοῦτο, ἐχρῶντο περὶ ἀπαλλαγῆς. ὁ δὲ θεὸς ἀνεῖλεν αὐτοῖς Μίνωι διδόναι δίκας ἃς ἂν αὐτὸς αἱροῖτο. πέμψαντες οὖν πρὸς Μίνωα ἐπέτρεπον αἰτεῖν δίκας. Μίνως δὲ ἐκέλευσεν αὐτοῖς κόρους ἑπτὰ καὶ κόρας τὰς ἴσας χωρὶς ὅπλων πέμπειν τῷ Μινωταύρῳ βοράν. ἦν δὲ οὗτος ἐν λαβυρίνθῳ καθειργμένος, ἐν ᾧ τὸν εἰσελθόντα ἀδύνατον ἦν ἐξιέναι: πολυπλόκοις γὰρ καμπαῖς τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε. κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης. ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων ἄριστος καὶ πρῶτος ἀγαλμάτων εὑρετής. οὗτος ἐξ Ἀθηνῶν ἔφυγεν, ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως βαλὼν τὸν τῆς ἀδελφῆς [Πέρδικος] υἱὸν Τάλω, μαθητὴν ὄντα, δείσας μὴ διὰ τὴν εὐφυΐαν αὐτὸν ὑπερβάλῃ: σιαγόνα γὰρ ὄφεως εὑρὼν ξύλον λεπτὸν ἔπρισε. φωραθέντος δὲ τοῦ νεκροῦ κριθεὶς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ καὶ καταδικασθεὶς πρὸς Μίνωα ἔφυγε. [κἀκεῖ Πασιφάῃ ἐρασθείσῃ τοῦ Ποσειδωνείου ταύρου συνήργησε τεχνησάμενος ξυλίνην βοῦν, καὶ τὸν λαβύρινθον κατεσκεύασεν, εἰς ὃν κατὰ ἔτος Ἀθηναῖοι κόρους ἑπτὰ καὶ κόρας τὰς ἴσας τῷ Μινωταύρῳ βορὰν ἔπεμπον]. •Apollod. 3.15.8
λ
“ἔνθ᾽ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν,
χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν,
570ἥμενον, οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα,
ἥμενοι ἑσταότες τε κατ᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ
•Κι είδα το Μίνωα, το λαμπρό του Δία το γιό, που κράτα
χρυσό ραβδί, και κάθονταν κριτής των πεθαμένων· •570 άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μπροστά στο βασιλέα
μες στου Άδη του πλατύθυρου κρινόνταν τα παλάτια.
Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον ἐκράτησε καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων ἐγένετο, Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας· τό τε λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ' ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ.
Θουκυδίδης,Ιστοριών Α,4
Θα ήθελα να έβλεπα αυτούς τους μικρούς που θα ‘ρθουν στον κόσμο μετά από μένα. Όμως ο μόνος τόπος που κανείς ταξιδιώτης δεν μπόρεσε να επισκεφτεί είναι ο χρόνος. Κι αφού το παρελθόν αφήνει μόνο ίχνη, κάποιοι ίσως στο μέλλον αναγνωρίσουν τα πατήματα που κι εγώ θα αφήσω πάνω στη γη.
Στέλλα Χρυσουλάκη,
Εγώ, ο Ίκαρος
Στέλλα Χρυσουλάκη,
Εγώ, ο Ίκαρος