ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΗ
Ένα φίδι σύρθηκε στο έδαφος διαγράφοντας καμπύλες πότε αριστερά και πότε δεξιά. Ένα φίδι ατέλειωτα μακρύ, πολύχρωμο, φολιδωτό, παλλόμενο και βουερό. Κινήθηκε μέσα στο πράσινο, χνουδωτό και τρυφερό φόρεμα των χόρτων. Μακρύ συνέχισε να προχωρεί σε ευθεία γραμμή στον αρχαίο πομπικό δρόμο της δυτικής αυλής του ανακτόρου. Πέρασε μπροστά από τους σιτοβολώνες της νοτιοανατολικής γωνίας και ευθυγραμμίστηκε στη νότια πλευρά, μέχρι που συνάντησε την είσοδο που οδηγούσε στην κεντρική αυλή. Εκεί διαμελίστηκε αναίμακτα και καθεμιά από τις φολίδες του έγιναν άνθρωποι, νέοι άνθρωποι στην πιο όμορφη ηλικία τους, στην ηλικία της υπόσχεσης, τη νιότη.
Το σείστρο ξεχώριζε πάνω απ΄ τα κεφάλια της ομάδας, που -ταυτόχρονα- με τον ήχο άρχισε να σείεται στο πλακόστρωτο της νότιας εισόδου. Δυο νέες γυναίκες προχώρησαν μπροστά σε απόσταση ενός μέτρου μεταξύ τους. Τόση ήταν η διάμετρος του στεφανιού που κρατούσαν με το ένα χέρι, ενώ έφεραν το άλλο διπλωμένο κάτω από το στήθος. Τα μάτια, ανοιγμένα διάπλατα, ίσιωναν το δρόμο μπροστά τους.
Τα σώματα βημάτιζαν ρυθμικά σαν μια χορδή τεντωμένη έτοιμη να τιναχθεί και να ενωθεί με το σύμπαν όπου ανήκε. Ένα μικρό μέρος σε αρμονία με το όλον γύρω του, μια μικρή ολότητα, ένα τέλειο θαύμα μέχρι τη στιγμή της εξαφάνισης. Αυτό ήταν και η αιτία. Και η αφορμή μαζί. Αυτή που έδινε το κίνητρο της αναζήτησης. Την ανάγκη ένωσης. Τον πόθο επιστροφής. Γι΄ αυτήν ετοιμαζόταν. Βίωνε τη σύνδεση. Έπλεκε το σύνδεσμο. Ζούσε την πράξη.
Ο ήχος του σείστρου έκανε τα κορμιά να πάλλουν σε μια τονική κίνηση, λες κι ήταν ένα σώμα με πολλά άκρα. Κινούνταν σύσσωμο. Τα άκρα εναλλάσσονταν πάνω στη γη. Ακουμπούσαν και απομακρύνονταν. Επέστρεφαν κι έφευγαν. Έλκονταν κι απωθούνταν. Πετούσαν και πατούσαν. Αναπηδούσαν. Έκαναν προσπάθειες απομάκρυνσης, αποδέσμευσης κι απελευθέρωσης, μα ξαναγύριζαν, κολλούσαν πάνω της, γιατί τους τραβούσε το είναι τους προς τα κάτω η δύναμη που τα γέννησε.
Κι οι δυο δυνάμεις έσμιγαν πάνω στο δέρμα της πρωθιέρειας. Κάτω από το δέρμα κυλούσαν ποτάμια ζωής. Μικρές τριχούλες, ασήμαντες, που σε λίγο θα έπεφταν, για να ξετρυπώσουν άλλες. Ένας πολύπλοκος αθέατος κόσμος μέσα στον περιορισμένο ορατό.
Λάβδανοι, κρόκοι, ίριδες, μαργαρίτες, άγρια γαρίφαλα, ασφόδελοι, παπαρούνες. Τα χρώματα του ουράνιου τόξου, οι μυρωδιές του βουνού με την τρυφερότητα του δέρματος ενός μωρού είχαν κλείσει σε κύκλο το ανοιξιάτικο φόρεμα της άνοιξης στο στεφάνι των λουλουδιών που θρόιζε απαλά στις ανάλαφρες κινήσεις της πρωθιέρειας. Ολόκληρη η αγκαλιά της είχε γεμίσει από το στρογγυλό κόσμο της ομορφιάς που βρισκόταν ανάμεσα στα μπράτσα της. Τα χέρια είχαν λυγίσει από τους αγκώνες και τα δάχτυλα ελαφρά έκλειναν γύρω του. Το άσπρο δέρμα του προσώπου της καθρέπτιζε τα χρώματα. Τα μάτια είχαν διασταλεί απ’ την πρωτόγνωρη δύναμη που εξέπεμπε η νέα ομορφιά, που μόλις είχε γεννηθεί. Αυτή που δικαιούνταν η θεά.
Τα βήματα την οδηγούσαν σταθερά. Αργά, αλλά σίγουρα. Ήχος άλλος απ’ τα ανάλαφρα βήματά της στο πλακόστρωτο δεν ακουγόταν. Ήχος κανένας από το πολυάριθμο πλήθος. Είχε ξεχωρίσει απ΄ την ομάδα των προσώπων που συμμετείχαν στην τελετή. Προχώρησε λίγο ακόμα και σταμάτησε. Γύρισε αριστερά. Το φόρεμά της ακούμπησε στο πρώτο σκαλί.
Το πρόσωπο στράφηκε στη δύση, που άσπριζε από το πρωινό φως της ανατολής. Τα κατάμαυρα μαλλιά της είχαν ασπρίσει από το άσπρο φως. Καθαρό γαλάζιο φως. Πίσω της η νοτιά απ΄ τα βουνά κουβαλούσε τα ζεστά αρώματα.
Ανέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι. Οι ίριδες ακούμπησαν κάτω. Αυτές που απεικόνιζε το υφαντό φόρεμά της. Το είχε υφάνει γι' αυτήν την τελετή. Να καλωσορίσει το νέο κύκλο της ζωής. Τον κύκλο της γονιμότητας. Το στεφάνι ανηφόρισε στα ρουθούνια της. Το άρωμα τυλίχτηκε σ' ένα σφικτό δέσιμο γύρω της. Κάθε σκαλί την έφερνε πιο κοντά στο στόχο. Στο κέντρο του σκοπού. Στο στόχο της. Έπρεπε να τον ορίσει. Να τον διαγράψει. Να τον περιορίσει. Σταμάτησε στο προτελευταίο σκαλί. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Χαμήλωσε ελαφρά το κεφάλι. Έσφιξε τα δάχτυλα ελαφρά σα να μην ήθελε ν αποχωριστεί τόση ομορφιά. Ήταν αυτό που έπρεπε να προσφέρει ως ένδειξη του σεβασμού και της αναγνώρισης, της ευγνωμοσύνης. Ως υπερνίκηση της απληστίας και της πλεονεξίας.
Λύγισε τα γόνατα με ενωμένα πόδια. Έγειρε τον κορμό και ακούμπησε το στεφάνι προσεκτικά γύρω από ένα μεγάλο χτιστό πέτρινο κύκλο. Όταν τα λουλούδια ακούμπησαν έγιναν ένα ανθισμένο περιδέραιο γύρω από τον κέρνο. Οι κοιλότητες που όριζαν τον κόσμο του ήταν χαραγμένες περιφερειακά. Μικροί κοίλοι κόσμοι όριζαν το τέλος του. Ίσοι. Εκτός από έναν. Αυτός ξεχώριζε. Διεκδικούσε μεγαλύτερο μερίδιο. Σαν χείλος που προεξείχε.. Σαν πλανήτες στον ουρανό που περιστρέφονταν σ΄ ένα αέναο στροβίλισμα. Και στο κέντρο η γη. Μια μεγάλη κοιλότητα στο κέντρο.
Το πλήθος κινήθηκε ανάλαφρα. Όπως ο άνεμος ανασκαλεύει τις παπαρούνες στον αγρό. Λες και η ζωή μόλις είχε αρχίσει να κυλά. Λες κι ο άνεμος μόλις είχε μάθει το έργο του. Σάλεψε την αρχή του κόσμου.
Έδωσε το σήμα για να αρχίσει η γιορτή. Στάθηκε πίσω από τον κέρνο με το πρόσωπο στραμμένο στη ανατολή να ρουφά όλο το φως της ζωής ολόφωτη, φαεινή, Πασιφάη.
Τα μάτια της έπαψαν να εστιάζουν. Ήταν δυο πύρινες φλόγες
Ο βασιλιάς πήρε τη θέση δίπλα της. Δίπλα της στάθηκαν οι αξιωματούχοι του, λαμπρά παλικάρια με σκούρο δέρμα. Τέντωσαν ελαφρά τον κορμό προς τα μπρος σε ένδειξη ένθεου σεβασμού και έφεραν το χέρι στο μέτωπο με την παλάμη ελαφρά γυρισμένη προς τα άνω, αντήλιο στη θεϊκή λάμψη.
Τότε ξεκίνησε η πομπή από νεαρές ιέρειες. Καθεμιά κρατούσε ένα αγγείο για την προσφορά της στη θεά. Μακριά ψηλά και λεπτά ή πιο στρογγυλεμένα και καμπυλωτά ή πιο ρηχά, ανάλογα με το περιεχόμενο. Υγρές και στερεές προσφορές άρχισαν να γεμίζουν τις κοιλότητες του κέρνου. Υγρά πολύτιμα για τη ζωή: το χρυσοπράσινο λεπτόρρευστο λάδι, το θρεπτικό γάλα, το γλυκό μέλι, το ευφρόσυνο κρασί και η ρακή, όσπρια και σιτηρά.
Μια μικρογραφία της γης είχε συγκεντρώσει τους ανθρώπους αυτού του κόσμου περιέχοντας τους καλύτερους θησαυρούς της. Κ αυτά ο άνθρωπος τα χάριζε σ' αυτόν που του τα έδωσε. Καλύτερα, σ' Αυτήν. Τη μητέρα Γη. Τη Φύση. Τη θεά της γονιμότητας.
παμμήτειρα
ἠυθέμεθλε
πρεσβίστη
πότνια,
θεῶν μήτηρ
ἄλοχ᾽ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος
πρόφρων
σεμνὴ θεά
ἄφθονε δαῖμον
Το πλήθος επαναλάμβανε σαν αντίλαλος στη ρεματιά. Διπλασίαζε τις ευχαριστίες. Πολλαπλασίαζε την ευγνωμοσύνη. Επέκτεινε Κάθε προσφώνηση ένα νέο κύμα του ανέμου στις πλαγιές. Ένα κύμα της θάλασσας στα βράχια. Μια βροχή τ΄ ουρανού. Μια νέα σοδειά. Ένας νέος κύκλος γονιμότητας. Μια νέα ζωή.
Η ιέρεια πήρε στα χιονάτα μπράτσα την επτάχορδη λύρα. Τα δάχτυλά της στις χορδές έγραψαν την αγάπη στη θεά. Την είπαν με την αφή. Με το κελάηδημα του λαιμού. Τη στροφή του κορμού στο χώμα. Γύρω της στάθηκαν οι υπόλοιπες ιέρειες. Ένωσαν τα χέρια στους ώμους. Στάθηκαν με χαρά και σεβασμό. Με χάρη και αρμονία. Με δροσιά και ζωντάνια. Με σύνεση και επίγνωση του δώρου που απολάμβαναν.
Τα πόδια έμειναν να ζωγραφίσουν στο χώμα τον κύκλο των εποχών, τους απανωτούς κύκλους της ζωής και του θανάτου. Δε χαίρονταν πολύ, γιατί έβλεπαν το τέλος. Δε βυθίζονταν, γιατί πάντα υπήρχε μια νέα αρχή. Κι ο κάθε κύκλος δεν ήταν ξεκομμένος από τον άλλο. Ήταν αλλεπάλληλοι κύκλοι σε συνέχεια σαν ένα τεράστιο σαλιγκάρι που έγλειφε διψασμένο τη γη, μα σήκωνε όσο μπορούσε τα μάτια του στον ουρανό. Ένας κύκλος με αρχή, μα δίχως τέλος. Έτσι ήθελαν να πιστεύουν: δίχως τέλος.
Ένα φίδι σύρθηκε στο έδαφος διαγράφοντας καμπύλες πότε αριστερά και πότε δεξιά. Ένα φίδι ατέλειωτα μακρύ, πολύχρωμο, φολιδωτό, παλλόμενο και βουερό. Κινήθηκε μέσα στο πράσινο, χνουδωτό και τρυφερό φόρεμα των χόρτων. Μακρύ συνέχισε να προχωρεί σε ευθεία γραμμή στον αρχαίο πομπικό δρόμο της δυτικής αυλής του ανακτόρου. Πέρασε μπροστά από τους σιτοβολώνες της νοτιοανατολικής γωνίας και ευθυγραμμίστηκε στη νότια πλευρά, μέχρι που συνάντησε την είσοδο που οδηγούσε στην κεντρική αυλή. Εκεί διαμελίστηκε αναίμακτα και καθεμιά από τις φολίδες του έγιναν άνθρωποι, νέοι άνθρωποι στην πιο όμορφη ηλικία τους, στην ηλικία της υπόσχεσης, τη νιότη.
Το σείστρο ξεχώριζε πάνω απ΄ τα κεφάλια της ομάδας, που -ταυτόχρονα- με τον ήχο άρχισε να σείεται στο πλακόστρωτο της νότιας εισόδου. Δυο νέες γυναίκες προχώρησαν μπροστά σε απόσταση ενός μέτρου μεταξύ τους. Τόση ήταν η διάμετρος του στεφανιού που κρατούσαν με το ένα χέρι, ενώ έφεραν το άλλο διπλωμένο κάτω από το στήθος. Τα μάτια, ανοιγμένα διάπλατα, ίσιωναν το δρόμο μπροστά τους.
Τα σώματα βημάτιζαν ρυθμικά σαν μια χορδή τεντωμένη έτοιμη να τιναχθεί και να ενωθεί με το σύμπαν όπου ανήκε. Ένα μικρό μέρος σε αρμονία με το όλον γύρω του, μια μικρή ολότητα, ένα τέλειο θαύμα μέχρι τη στιγμή της εξαφάνισης. Αυτό ήταν και η αιτία. Και η αφορμή μαζί. Αυτή που έδινε το κίνητρο της αναζήτησης. Την ανάγκη ένωσης. Τον πόθο επιστροφής. Γι΄ αυτήν ετοιμαζόταν. Βίωνε τη σύνδεση. Έπλεκε το σύνδεσμο. Ζούσε την πράξη.
Ο ήχος του σείστρου έκανε τα κορμιά να πάλλουν σε μια τονική κίνηση, λες κι ήταν ένα σώμα με πολλά άκρα. Κινούνταν σύσσωμο. Τα άκρα εναλλάσσονταν πάνω στη γη. Ακουμπούσαν και απομακρύνονταν. Επέστρεφαν κι έφευγαν. Έλκονταν κι απωθούνταν. Πετούσαν και πατούσαν. Αναπηδούσαν. Έκαναν προσπάθειες απομάκρυνσης, αποδέσμευσης κι απελευθέρωσης, μα ξαναγύριζαν, κολλούσαν πάνω της, γιατί τους τραβούσε το είναι τους προς τα κάτω η δύναμη που τα γέννησε.
Κι οι δυο δυνάμεις έσμιγαν πάνω στο δέρμα της πρωθιέρειας. Κάτω από το δέρμα κυλούσαν ποτάμια ζωής. Μικρές τριχούλες, ασήμαντες, που σε λίγο θα έπεφταν, για να ξετρυπώσουν άλλες. Ένας πολύπλοκος αθέατος κόσμος μέσα στον περιορισμένο ορατό.
Λάβδανοι, κρόκοι, ίριδες, μαργαρίτες, άγρια γαρίφαλα, ασφόδελοι, παπαρούνες. Τα χρώματα του ουράνιου τόξου, οι μυρωδιές του βουνού με την τρυφερότητα του δέρματος ενός μωρού είχαν κλείσει σε κύκλο το ανοιξιάτικο φόρεμα της άνοιξης στο στεφάνι των λουλουδιών που θρόιζε απαλά στις ανάλαφρες κινήσεις της πρωθιέρειας. Ολόκληρη η αγκαλιά της είχε γεμίσει από το στρογγυλό κόσμο της ομορφιάς που βρισκόταν ανάμεσα στα μπράτσα της. Τα χέρια είχαν λυγίσει από τους αγκώνες και τα δάχτυλα ελαφρά έκλειναν γύρω του. Το άσπρο δέρμα του προσώπου της καθρέπτιζε τα χρώματα. Τα μάτια είχαν διασταλεί απ’ την πρωτόγνωρη δύναμη που εξέπεμπε η νέα ομορφιά, που μόλις είχε γεννηθεί. Αυτή που δικαιούνταν η θεά.
Τα βήματα την οδηγούσαν σταθερά. Αργά, αλλά σίγουρα. Ήχος άλλος απ’ τα ανάλαφρα βήματά της στο πλακόστρωτο δεν ακουγόταν. Ήχος κανένας από το πολυάριθμο πλήθος. Είχε ξεχωρίσει απ΄ την ομάδα των προσώπων που συμμετείχαν στην τελετή. Προχώρησε λίγο ακόμα και σταμάτησε. Γύρισε αριστερά. Το φόρεμά της ακούμπησε στο πρώτο σκαλί.
Το πρόσωπο στράφηκε στη δύση, που άσπριζε από το πρωινό φως της ανατολής. Τα κατάμαυρα μαλλιά της είχαν ασπρίσει από το άσπρο φως. Καθαρό γαλάζιο φως. Πίσω της η νοτιά απ΄ τα βουνά κουβαλούσε τα ζεστά αρώματα.
Ανέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι. Οι ίριδες ακούμπησαν κάτω. Αυτές που απεικόνιζε το υφαντό φόρεμά της. Το είχε υφάνει γι' αυτήν την τελετή. Να καλωσορίσει το νέο κύκλο της ζωής. Τον κύκλο της γονιμότητας. Το στεφάνι ανηφόρισε στα ρουθούνια της. Το άρωμα τυλίχτηκε σ' ένα σφικτό δέσιμο γύρω της. Κάθε σκαλί την έφερνε πιο κοντά στο στόχο. Στο κέντρο του σκοπού. Στο στόχο της. Έπρεπε να τον ορίσει. Να τον διαγράψει. Να τον περιορίσει. Σταμάτησε στο προτελευταίο σκαλί. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Χαμήλωσε ελαφρά το κεφάλι. Έσφιξε τα δάχτυλα ελαφρά σα να μην ήθελε ν αποχωριστεί τόση ομορφιά. Ήταν αυτό που έπρεπε να προσφέρει ως ένδειξη του σεβασμού και της αναγνώρισης, της ευγνωμοσύνης. Ως υπερνίκηση της απληστίας και της πλεονεξίας.
Λύγισε τα γόνατα με ενωμένα πόδια. Έγειρε τον κορμό και ακούμπησε το στεφάνι προσεκτικά γύρω από ένα μεγάλο χτιστό πέτρινο κύκλο. Όταν τα λουλούδια ακούμπησαν έγιναν ένα ανθισμένο περιδέραιο γύρω από τον κέρνο. Οι κοιλότητες που όριζαν τον κόσμο του ήταν χαραγμένες περιφερειακά. Μικροί κοίλοι κόσμοι όριζαν το τέλος του. Ίσοι. Εκτός από έναν. Αυτός ξεχώριζε. Διεκδικούσε μεγαλύτερο μερίδιο. Σαν χείλος που προεξείχε.. Σαν πλανήτες στον ουρανό που περιστρέφονταν σ΄ ένα αέναο στροβίλισμα. Και στο κέντρο η γη. Μια μεγάλη κοιλότητα στο κέντρο.
Το πλήθος κινήθηκε ανάλαφρα. Όπως ο άνεμος ανασκαλεύει τις παπαρούνες στον αγρό. Λες και η ζωή μόλις είχε αρχίσει να κυλά. Λες κι ο άνεμος μόλις είχε μάθει το έργο του. Σάλεψε την αρχή του κόσμου.
Έδωσε το σήμα για να αρχίσει η γιορτή. Στάθηκε πίσω από τον κέρνο με το πρόσωπο στραμμένο στη ανατολή να ρουφά όλο το φως της ζωής ολόφωτη, φαεινή, Πασιφάη.
Τα μάτια της έπαψαν να εστιάζουν. Ήταν δυο πύρινες φλόγες
Ο βασιλιάς πήρε τη θέση δίπλα της. Δίπλα της στάθηκαν οι αξιωματούχοι του, λαμπρά παλικάρια με σκούρο δέρμα. Τέντωσαν ελαφρά τον κορμό προς τα μπρος σε ένδειξη ένθεου σεβασμού και έφεραν το χέρι στο μέτωπο με την παλάμη ελαφρά γυρισμένη προς τα άνω, αντήλιο στη θεϊκή λάμψη.
Τότε ξεκίνησε η πομπή από νεαρές ιέρειες. Καθεμιά κρατούσε ένα αγγείο για την προσφορά της στη θεά. Μακριά ψηλά και λεπτά ή πιο στρογγυλεμένα και καμπυλωτά ή πιο ρηχά, ανάλογα με το περιεχόμενο. Υγρές και στερεές προσφορές άρχισαν να γεμίζουν τις κοιλότητες του κέρνου. Υγρά πολύτιμα για τη ζωή: το χρυσοπράσινο λεπτόρρευστο λάδι, το θρεπτικό γάλα, το γλυκό μέλι, το ευφρόσυνο κρασί και η ρακή, όσπρια και σιτηρά.
Μια μικρογραφία της γης είχε συγκεντρώσει τους ανθρώπους αυτού του κόσμου περιέχοντας τους καλύτερους θησαυρούς της. Κ αυτά ο άνθρωπος τα χάριζε σ' αυτόν που του τα έδωσε. Καλύτερα, σ' Αυτήν. Τη μητέρα Γη. Τη Φύση. Τη θεά της γονιμότητας.
παμμήτειρα
ἠυθέμεθλε
πρεσβίστη
πότνια,
θεῶν μήτηρ
ἄλοχ᾽ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος
πρόφρων
σεμνὴ θεά
ἄφθονε δαῖμον
Το πλήθος επαναλάμβανε σαν αντίλαλος στη ρεματιά. Διπλασίαζε τις ευχαριστίες. Πολλαπλασίαζε την ευγνωμοσύνη. Επέκτεινε Κάθε προσφώνηση ένα νέο κύμα του ανέμου στις πλαγιές. Ένα κύμα της θάλασσας στα βράχια. Μια βροχή τ΄ ουρανού. Μια νέα σοδειά. Ένας νέος κύκλος γονιμότητας. Μια νέα ζωή.
Η ιέρεια πήρε στα χιονάτα μπράτσα την επτάχορδη λύρα. Τα δάχτυλά της στις χορδές έγραψαν την αγάπη στη θεά. Την είπαν με την αφή. Με το κελάηδημα του λαιμού. Τη στροφή του κορμού στο χώμα. Γύρω της στάθηκαν οι υπόλοιπες ιέρειες. Ένωσαν τα χέρια στους ώμους. Στάθηκαν με χαρά και σεβασμό. Με χάρη και αρμονία. Με δροσιά και ζωντάνια. Με σύνεση και επίγνωση του δώρου που απολάμβαναν.
Τα πόδια έμειναν να ζωγραφίσουν στο χώμα τον κύκλο των εποχών, τους απανωτούς κύκλους της ζωής και του θανάτου. Δε χαίρονταν πολύ, γιατί έβλεπαν το τέλος. Δε βυθίζονταν, γιατί πάντα υπήρχε μια νέα αρχή. Κι ο κάθε κύκλος δεν ήταν ξεκομμένος από τον άλλο. Ήταν αλλεπάλληλοι κύκλοι σε συνέχεια σαν ένα τεράστιο σαλιγκάρι που έγλειφε διψασμένο τη γη, μα σήκωνε όσο μπορούσε τα μάτια του στον ουρανό. Ένας κύκλος με αρχή, μα δίχως τέλος. Έτσι ήθελαν να πιστεύουν: δίχως τέλος.